Μια συναυλία
έγινε ξαφνικά το επίδικο μιας ενδιαφέρουσας διαμάχης :Ο Σάκης Ρουβάς τραγουδάει
«Άξιον Εστί» . Το επίδικο εμφανίζεται ως μια αμφισβητούμενη επιμειξία
διαφορετικών αστερισμών του πολιτισμού : Είναι δυνατόν μια μορφή από το χώρο της
λαικότροπης νυκτερινής έκφρασης της τελευταίας χονδροειδούς εικοσαετίας να
εξωτερικεύσει μια ιδεολογικά φορτισμένη λεπτεπίλεπτη καλλιτεχνία η οποία ενέχει
τη θέση ενός ιστορικού κώδικα μιας ολόκληρης εποχής;
Το ερώτημα άλλοτε αμφισβητεί το δικαιώμα
του Ρουβά να «αλλάξει» κατηγορία προς τα «ανώτερα» της καλλιτεχνικής
ταξινόμησης , άλλοτε δυσανασχετεί με το κίνδυνο της κατανάλωσης των εμβληματικών
πολιτιστικών επιτευγμάτων η οποία τελικά τα υποβαθμίζει.
Επειδή όμως δεν
είναι η πρώτη φορά που ο Μίκης επιτρέπει την είσοδο στο έργο του από
πρωταγωνιστές του main stream νυκτερινού πολιτισμού (
Ρέμος, Πάριος) είναι προφανώς πως η σημερινή περίπτωση Ρουβά , με την
αναπάντεχη διόγκωση του επίδικου υποκρύπτει κάτι πέραν ενός πολιτιστικού
αινίγματος.
Υποστηρίζω πως η
δυσανεξία που προκαλεί η σύζευξη ‘Αξιον Εστί – Ρουβάς σχετίζεται απόλυτα και
μονοσήμαντα με τη συγκυρία. Αναφέρομαι στην συγκυρία των τελευταίων εβδομάδων.
Είναι το σύνολο των τρεχουσών γεγονότων, ιδεών, πεποιθήσεων και συναισθημάτων
που ανέδειξε ως θέμα ένα ζήτημα που έχει ξανασυμβεί και έχει περάσει
απαρατήρητο.
Ας δούμε τη συγκυρία:
Πολύ ξεκάθαρα
μετά από τις εκλογές του 12 η Συριζαική πρόταση ηγεμονεύει καθώς μπορεί να
εκφράσει αποτελεσματικά δυο παράλληλα πλέγματα αιτημάτων και προσδοκιών. Από τη
μια αναδεικνύεται το αριστερό φιλανθρωπικό αίτημα άρσης των ανυπόφορων αδικιών
αλλά αυτό εμπλουτίζεται με μια αίσθηση ενός ρεύματος των σαραντάρηδων οι οποίοι
θα κερδίζουν την μάχη των ικανοτήτων, τον αγώνα του αυτονόητου. Ο συνδυασμός
είναι ακαταμάχητος : ηθική υπεροχή της αδοκίμαστης αριστερής , οργανική
συγγένεια με το πλήθος των κινητοποιήσεων αλλά ισχυρά νεύματα ηλικιακής ανανέωσης,
τεχνικής και τεχνολογικής αρτιότητας. Ο «παραγωγικίστικος» λόγος του Συριζα είναι
σχεδόν ακαταμάχητος αλλά η συγκυρία τον
ενισχύει με ισχυρά νεύματα : Ο Σαμαράς αντιπαθεί τον Δασκαλόπουλο ενώ υφέρπουν
φήμες για ρεύματα Αγγελοπούλου, «υγειών» Βιομηχάνων προς τον Τσίπρα. Προφανώς
δεν πρόκειται για υπόθεση άμεσων σχέσεων
ή δόλιων εκπροσωπήσεων αλλά για μια οργανική έκφραση ενός τυπικά μεταπολιτικού
αιτήματος «αναγέννησης» «φρεσκάδας». Η
διφυής φύση της Συριζαικής υπόσχεσης τελικά νικά τον Γενάρη του 15.
Ωστόσο η αναμφισβήτητη υπεροχή του διφυούς
ρεύματος παραλλάσσεται όταν αρχίζει η διαπραγμάτευση. Η πορεία είναι γνωστή :
οι κόκκινες γραμμές για την απόταξη των αντιυφεσιακών μέτρων όταν διακινούνται
σε ένα περιβάλλον χωρίς ρευστότητα επιταχύνουν την ύφεση. Ο κλασσικός νόμος των
ακουσίων συνεπειών λειτουργεί απόλυτα. Στο όνομα επίλυσης της κρίσης η ιδιωτική
οικονομία ουσιαστικά «παγώνει» μετά τον Δεκέμβριο επισείοντας την πιθανότητα
μιας νέας ίσως σοβαρότερης κρίσης.
Εντός αυτού του
περιβάλλοντος η ασάφεια γενικεύεται: από διαπραγματευτική τακτική γίνεται
πνεύμα της εποχής. Η αρμονία των πολιτικών και μεταπολιτικών υλικών της Συριζαικής
υπόσχεσης σιγά σιγά αποδιαρθρώνεται . Η «τεχνολογιστική» υποτιθέμενη υπεροχή
ξεθωριάζει καθώς δεν γίνεται ορατή στη δημοσιότητα που παράγουν οι διαπραγματεύσεις
ενώ η αριστερόφωνη υπεράσπιση των μισθών και συντάξεων παίρνει όλο και πιο
λυρικούς ρομαντικούς τόνους.
Η χαλάρωση των
δεσμών μεταξύ πολιτικών και μεταπολιτικών φορέων εντός της Συριζαικής
αυτοεκτίμησης δεν μπορεί να εκφραστεί αδρά ως πολιτική απόσταση. Επειδή όμως η
ένταση παραμένει , αυτή μετασχηματίζεται ξαφνικά σε ένα πολιτιστικό επίδικο. Το
επίδικο αφορά επιλογή αφήγησης για το κοντοπρόθεσμο μέλλον, αφορά το ύφος, τα
νεύματα τις αναφορές.
Η εξ΄ ευωνύμων
δυσανεξία για την είσοδο του Ρουβά στο ‘Αξιον Εστί ενώ δεν είναι καθόλου
καινοφανής , διαστέλλεται όμως γιατί αφορά ένα βαθύτερο πρόβλημα : την πολιτική
ασάφεια του ορατού μέλλοντος.
Επειδή η διαπραγμάτευση
δυνητικά μπορεί να απαιτήσει μια ενεργό λαϊκή κινητοποίηση για μια πολιτική
αντιμετώπιση του αδιεξόδου ( δυσμενής συμφωνία, αέναη μετάθεση των συμφωνιών
κλπ) , είναι σαφές ότι μια πολιτιστική ιδεολογική αύρα διεκδικητικού εθνικού
ρεπερτορίου είναι απαραίτητη. Το «Άξιον Εστί» του 15 δεν είναι μια ακόμα αναπαραγωγή ενός «Άξιον Εστί» ακόμα αλλά ένα ισχυρό
απόθεμα αναφοράς και αφήγησης ενός εθνικού αναγεννητικού και αντιστασιακού
ρεύματος. Το απόθεμα εθνικών αντιστασιακών αφηγήσεων είναι υπερπολύτιμο εν όψει
μιας ενδεχόμενης έντασης. Η αριστερόφωνη πολιτική του Συριζα διαισθάνεται την
ανάγκη να μην εξαντλήσει τα αφηγηματικά όπλα.
Ο Ρουβάς του 15
όταν εισβάλει στο Αξιον Εστί δεν διαταράσσει μια μουσικολογική συνέπεια ή
παράδοση: επιβαρύνει ή επιμολύνει μια πολιτιστική ιδεολογική περιοχή η οποία
χρειάζεται να είναι stand by. O Ρουβάς του 15 όμως ταυτόχρονα μεταφέρει το μεταπολιτικό φορτίο της εικοσαετίας
σε μια πιο διεσταλμένη εκδοχή : από την χαλαρωτική δυσκολία της νύκτας,
προσπαθεί συστηματικά να «ανέλθει» στα ανώτερα της βιομηχανίας του θεάματος.
Σε μια άλλη
συγκυρία η συναυλία θα ήταν απαρατήρητη.
Η ένταση των ημερών όμως δεν είναι ανεξήγητη.
Η ασάφεια του ορατού μέλλοντος ενεργοποιεί και διεγείρει τις όψεις και τις αναφορές
διαφορετικών αστερισμών νοημάτων. Μια μαχητική εθνική αριστερή κινητοποίηση
εμπεριέχει τον μουσικό και ιδεολογικό κόσμο του Άξιον Εστί, ενώ μια τεχνικά
επαρκής συμφωνία μπορεί εύκολα να συμβολοποιηθεί μέσω του σαραντάρη Ρουβά. Η
ενστικτώδης δυσφορία για τον Ρουβά είναι αμυντική και αναδύεται από το
συγκυριακό σενάριο μιας επερχόμενης δύστροπης εξέλιξης.