Απαντώ στο Hypothesis61@gmail.com

Πέμπτη 27 Ιουλίου 2017

Φαντασιακά τεκμήρια αστήρικτες θεωρίες


 
 
 
 
Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών ένα άρθρο του Θ.Γεωργίου με τίτλο «Δημοσιονομικός Πατριωτισμός ;» (πηγή).Στο άρθρο διατυπώνεται μια πραγματολογική παρατήρηση για μια υποτιθέμενη εθελοντική καταβολή φόρων και μια θεωρητική αναφορά η οποία παραλλάσσει τον «συνταγματικό πατριωτισμό» προς τον αναδυόμενο «δημοσιονομικό πατριωτισμό» .

Ο ΘΓ αναφέρει

Το φαινόμενο της φοροδιαφυγής είναι παθολογικό φαινόμενο που εντοπίζεται διά γυμνού οφθαλμού. Τα τελευταία όμως χρόνια της κρίσης διαπιστώνουμε ότι τα πράγματα σχετικά με τη δημοσιονομική προσαρμογή αλλάζουν ριζικά. Αυτό αποδεικνύεται με τα περίφημα «πλεονάσματα» και τη δημοσιονομική πειθαρχία.

Ακόμη αναφέρει :

Το φαινόμενο της δημοσιονομικής κρατικής πειθαρχίας, είναι το αποτέλεσμα της ορθολογικής στάσης των φορολογουμένων στις τεχνοκρατικές συμφωνίες (μνημόνια) που υπογράφει η κυβέρνηση με τους εταίρους-δανειστές προβλέποντας κατά τις επόμενες δεκαετίες «πλεονάσματα», τα οποία προκύπτουν από τις εισπράξεις των φόρων.

Είναι φανερό πως ο ΘΓ στηρίζει μια ολόκληρη θεωρία σε μια φαντασίωση. Δεν υπάρχει φορέας άτομο ή συλλογικότητα που να έχει παρατηρήσει ή ανακοινώσει τέτοιο φαινόμενο. Δεν προκύπτει από πουθενά ότι τα φυσικά η νομικά πρόσωπα που έχουν την δυνατότητα να αποφύγουν φόρους δεν την χρησιμοποιούν στο όνομα μιας νέας ηθικής στάσης απέναντι στο κράτος. Η αύξηση των φόρων προέρχεται εξ’ ολοκλήρου από την αύξηση των συντελεστών , τους διασταυρούμενους ελέγχους γενικά από την τεχνική  επέμβαση στον φορολογικό μηχανισμό.

Το ενδιαφέρον είναι πως αυτή η φανταστική ατεκμηρίωτη εικόνα είναι το βάθρο επί του οποίου στηρίζεται μια θεωρητική κατασκευή η οποία πάσχει περισσότερο

Ο ΘΓ διευκρινίζει ότι εμπνέεται από τον Συνταγματικό Πατριωτισμό της μεταπολεμικής Γερμανίας. Ενώ περιγράφει την ευρύτητα του φαινομένου, ωστόσο υποτιμά τις ιστορικές ορίζουσες του  .  Ο αναφερόμενος Συνταγματικός Πατριωτισμός  είναι μια πετυχημένη επιχείρηση υπέρβασης του προπολεμικού Πατριωτισμού του «εδάφους και του αίματος» που οδήγησε την Ευρώπη στον ναζιστικό όλεθρο που έπρεπε αναγκαστικά να γίνει σε σχετικά μικρό διάστημα ως μονόδρομος. Η επίκληση των αξιών του διαφωτισμού και όχι του εθνικού κράτους ήταν αναγκαία, έτσι ώστε  η Γερμανία να απομακρυνθεί τελείως από τη δομή και τις αξίες του ναζιστικού  κράτους. Δεν υπήρξε ένα γενικό σχέδιο εν μέσω πολλαπλών επιλογών  αλλά μια προσηλωμένη και προσανατολισμένη πορεία αποστροφής από τις αξίες του «Boden und Blud» .

Η αναλογία ενός ειδικού ζητήματος του ελληνικού κράτους με μια θεμελιακή συνθήκη συγκρότησης ενός άλλου κράτους είναι άστοχη. Αν συνεχίσουμε την λογική του ΘΓ θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε ένα «Αστυνομικό Πατριωτισμό» όπου οι πολίτες θα συνδράμουν την αστυνομία πέραν των τυπικών υποχρεώσεων ένα «Στρατιωτικό Πατριωτισμό» όπου θα πρέπει να ενισχυθούν οι οργανώσεις εθελοντών και ένα πλήθος μερικών πατριωτισμών , χωρίς τέλος. Ταυτόχρονα σε μια σειρά από λειτουργίες η ελληνική κοινωνία δείχνει αξιοσημείωτο «πατριωτισμό» συνδράμοντας το κράτος ( πρόσφυγες, πυροπροστασία, κλπ)

Ο ΘΓ αναφέρει:

Το δεύτερο επίπεδο δεν έχει να κάνει με την αλλαγή στον κοινωνικό βιόκοσμο. Συνδέεται περισσότερο με τον συνειδησιακό μετασχηματισμό και με την αντίληψη σύμφωνα με την οποία το κράτος δεν είναι μια ουδέτερη και εξωτερική οντότητα προς τα άτομα και τους πολίτες.

Το πρόβλημα είναι πως ο ΘΓ αναφέρεται γενικά στο «κράτος» χωρίς αναφορά στις λειτουργίες του και το τοποθετεί ως ενιαίο ως εξωτερική και ουδέτερη οντότητα.  

Το ζήτημα στην Ελλάδα δεν είναι πως το κράτος  είναι γενικώς ουδέτερο αλλά πως ειδικές λειτουργίες του πάσχουν επιχειρησιακά ως υποσυστήματα. Το θεώρημα του ΘΓ να ανυψώσουμε ένα ή άλλα  υποσυστήματα στο ανώτατο επίπεδο του πατριωτισμού , στο αντίστοιχο ύψος του Γερμανικού Πατριωτισμού παραπέμπει απ’ ευθείας σε υπερσυντηρητικές σχεδόν ολοκληρωτικές απόψεις για το κράτος.

Στην περίοδο της άμεσης εμπλοκής του Heidegger ( 1933-35) με το ναζιστικό καθεστώς έδωσε μια σειρά διαλέξεων πολιτικής φιλοσοφίας. Οι διαλέξεις ανακαλύφθηκαν μόλις το 1999 και αντικατοπτρίζουν την οπτική μιας υπερσυντηρητικής κατεύθυνσης. Γράφει ο Heidegger

«Η αγάπη του λαού για το κράτος, η επιθυμία και η έφεση για αυτό, εκφράζεται με θέσεις απόρριψης, ή αφοσίωσης , δηλαδή ο λαός νοιάζεται για την ουσία του κράτους»

Στις ίδιες διαλέξεις ο Heidegger διατυπώνει την αντίρρηση του για την φιλελεύθερη αντίληψη του κράτους ως μηχανισμό – οργανισμό λειτουργιών και προκρίνει ένα συμπαγές κράτος εντός του οποίου το φωτίζεται το «Είναι» των πολιτών .Ακόμη δυσπιστεί προς το κράτος διαχειριστή (Bismarck)  του εφικτού και την πολιτική ως ανώτατο πεδίο της σύγκρουσης ( Schmitt).

Οι υπερσυντηρητικοί αρνούνται να δεχθούν τις λειτουργίες του κράτους ως «τυπικές συμβάσεις» με τους πολίτες και εν συνεχεία επιχειρούν να τις "ανυψώσουν"   σε "ανώτερες" μη υπολογιστικές σχέσεις κράτους -πολίτη. Προσπαθούν να λύσουν τα "τεχνικά" ζητήματα μέσω μιας "υπέρβασης" .Είναι ενδιαφέρον πως για τον ΘΓ ο μοναδικός μετασχηματισμός του κράτους που ενδιαφέρει είναι ο «μετασχηματισμός σε «εισπρακτικό μηχανισμό» και φαίνεται να μην ενδιαφέρεται για το "χαμηλό" ΄ζήτημα των κρατικών παροχών που αντιστοιχούν στους συλλεγόμενους φόρους. 

Ο ΘΓ, λοιπόν,  εκκινεί από ένα ανυπόστατο, αναπόδεικτο φαντασιακό τεκμήριο και μετά το θεωρητικοποιεί  σε μια πολύ αμφίβολη κατεύθυνση . Το πρόβλημα δεν είναι η συγκεκριμένη περίπτωση αλλά η αίσθηση πως η τρέχουσα ιδεοκίνηση  ρέπει σε μια συνθήκη  χάους όπου  όλες οι αθεμελίωτες απόψεις κυκλοφορούν ανεξέλεγκτες.

Θ.Γεωργίου : Δημοσιονομικός Πατριωτισμός; 
Η παρατεταμένη κρίση έχει μεταφορικά και κυριολεκτικά τοποθετήσει την ελληνική κοινωνία μπροστά στον καθρέφτη της. Σε όλα τα πεδία συγκρότησης της ελληνικής πολιτικής κοινωνίας εντοπίζονται οι δομικές παθογένειές της. Μία θεμελιώδης είναι αυτή που έχει να κάνει με τη σχέση που αναπτύσσει ο πολίτης με την οντότητα που ονομάζεται κράτος. Για την ελληνική πραγματικότητα, για τον πολίτη της πολιτικής κοινωνίας, το κράτος ορίζεται ως ένα εξωτερικό πράγμα, κάτι που τοποθετείται έξω και πέρα από τη δράση του ως ατόμου.

Δεν χρειάζεται να καταφύγει κανείς σε περισπούδαστες θεωρητικές αναλύσεις για να σκιαγραφήσει τη σχέση πολίτη-κράτους στην ελληνική πραγματικότητα. Το φαινόμενο της φοροδιαφυγής είναι παθολογικό φαινόμενο που εντοπίζεται διά γυμνού οφθαλμού. Τα τελευταία όμως χρόνια της κρίσης διαπιστώνουμε ότι τα πράγματα σχετικά με τη δημοσιονομική προσαρμογή αλλάζουν ριζικά. Αυτό αποδεικνύεται με τα περίφημα «πλεονάσματα» και τη δημοσιονομική πειθαρχία.

Εγκυροι οικονομολόγοι κάνουν τις σχετικές μελέτες. Το θεωρητικό μου ενδιαφέρον στη σύντομη αυτή παρέμβαση αναφέρεται στη στάση των πολιτών οι οποίοι αυτοπροσδιορίζονται ως φορολογούμενοι και ανταποκρίνονται πλήρως στις υποχρεώσεις τους απέναντι στο κράτος. Το ζητούμενο είναι να ερμηνευτεί η ριζική αλλαγή της στάσης των φορολογουμένων απέναντι στο κράτος και κατά συνέπεια η νέα σχέση πολίτη – κράτους στη σύγχρονη ελληνική πολιτική κοινωνία.

Κατά την πρόσφατη ερευνητική παραμονή μου στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης και ενώπιον συναδέλφων καθηγητών του Πανεπιστημίου, όπως ο Axel Honneth και ο Rainer Forst, μου δόθηκε η επιστημολογική ευκαιρία να αναπτύξω μια θεωρία για τον «δημοσιονομικό πατριωτισμό», με την οποία επιχειρώ να ερμηνεύσω την αλλαγή της φορολογικής συμπεριφοράς των Ελλήνων και κατ’ επέκταση την αλλαγή της σχέσης του πολίτη προς το κράτος. Αυτή την «υπό κατασκευή θεωρία» θα εκθέσω σε γενικές γραμμές.

Κατ’ αρχάς η πηγή έμπνευσής μου βρίσκεται στην περιώνυμη πολιτική θεωρία του «συνταγματικού πατριωτισμού», η οποία αναπτύχθηκε στη Γερμανία από συνταγματολόγους, πολιτικούς επιστήμονες και φιλοσόφους κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα.

Πρόκειται για θεωρία η οποία αναφέρεται στην πολιτική συνείδηση και ταυτότητα της μεταπολεμικής Γερμανίας και η οποία υποστηρίζει ότι η γερμανική πολιτική κοινωνία, μετά τον πόλεμο, αυτοθεσμίζεται (για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Καστοριάδη) με συνειδησιακά, αξιακά και φαντασιακά υλικά και περιεχόμενα, τα οποία δεν αντλούνται από τις παραδόσεις του εθνικού κράτους αλλά από τις ιδέες του πολιτικού διαφωτισμού. Δεν θα επεκταθώ στην ανάλυση της θεωρίας αυτής, η οποία δεν αντιπροσωπεύει απλώς μια θεωρία αλλά συνιστά τη συνειδησιακή δομή της σύγχρονης γερμανικής πολιτικής κοινωνίας.

Ας σκεφτούμε λοιπόν μερικά πράγματα για την ελληνική πραγματικότητα στην εποχή της κρίσης. Εισηγούμαι τον όρο «δημοσιονομικός πατριωτισμός» και προσπαθώ να ερμηνεύσω το φαινόμενο της δημοσιονομικής κρατικής πειθαρχίας, το οποίο είναι το αποτέλεσμα της ορθολογικής στάσης των φορολογουμένων στις τεχνοκρατικές συμφωνίες (μνημόνια) που υπογράφει η κυβέρνηση με τους εταίρους-δανειστές προβλέποντας κατά τις επόμενες δεκαετίες «πλεονάσματα», τα οποία προκύπτουν από τις εισπράξεις των φόρων.

Αυτό σημαίνει ότι ο πολίτης στη σύγχρονη ελληνική πολιτική κοινωνία αναγνωρίζει πως πρώτιστη μέριμνά του είναι να εξοφλεί τα χρέη του προς το κράτος. Κάτι το οποίο πριν από λίγα χρόνια όχι μόνον ήταν αδιανόητο, αλλά στον καθημερινό κοινωνικό βιόκοσμο η φοροδιαφυγή ήταν «πολιτική αρετή»!

Δύο είναι τα επιστημολογικά επίπεδα της «υπό κατασκευή θεωρίας» του «δημοσιονομικού πατριωτισμού». Οι επιμέρους μονάδες (δηλαδή οι φορολογούμενοι) σε ένα κοινωνικό σύνολο (το κράτος) αποφασίζουν να προτάξουν την επιβίωση του κοινωνικού συνόλου έναντι του εαυτού τους, επειδή συνειδητοποιούν ότι εκτός κράτους δεν υφίστανται. Από την άλλη, το κράτος μετασχηματίζεται σε εισπρακτικό μηχανισμό, επειδή οφείλει στη σύγχρονη διεθνή κοινότητα να υπάρξει ως ορθολογική οντότητα.

Ο αυτοπροσδιορισμός του ελληνικού κράτους ως οντότητας που οφείλει να πληρώσει το χρέος της «εκπαιδεύει» τους πολίτες της να καταστούν συνεπείς προς τις φορολογικές υποχρεώσεις τους. Αυτό είναι το πρώτο επίπεδο του «πατριωτισμού». Το να υπάρξει αυτή η οντότητα-κράτος εξαρτάται τελικά από τη ριζική αλλαγή στη φορολογική συμπεριφορά του φορολογουμένου. Η δομική, αξιακή αλλαγή είναι μία κατάκτηση.

Το δεύτερο επίπεδο δεν έχει να κάνει με την αλλαγή στον κοινωνικό βιόκοσμο. Συνδέεται περισσότερο με τον συνειδησιακό μετασχηματισμό και με την αντίληψη σύμφωνα με την οποία το κράτος δεν είναι μια ουδέτερη και εξωτερική οντότητα προς τα άτομα και τους πολίτες.

Αυτή η βαθύτερη ριζική αλλαγή στο επίπεδο της συνείδησης στη σχέση πολίτη-κράτους μάς επιτρέπει να μιλάμε για τον «δημοσιονομικό πατριωτισμό». Με άλλα λόγια, όπως η ναζιστική Γερμανία μετασχηματίστηκε σε σύγχρονη δημοκρατική πολιτική κοινωνία κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα, μέσω του «συνταγματικού πατριωτισμού», ενδεχομένως και η ελληνική πολιτική κοινωνία της κρίσης να καταστεί επίσης σύγχρονη πολιτική μορφή ζωής μέσω του «δημοσιονομικού πατριωτισμού». Βρισκόμαστε, άραγε, μπροστά σε μια ιστορική φάση μετασχηματισμού της πολιτικής ταυτότητας της ελληνικής κοινωνίας;

* καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

 Info:M.Heidegger "Nature-History-State" Bloomsbury 2015

Πέμπτη 13 Ιουλίου 2017

Σιγκαπούρη εναντίον "Singapore"


 
 
 
Στην τελευταία επιφυλλίδα του  ο Χ.Γιανναράς  (πηγή) επανάφερε την γνωστή του θεματολογία για την κρίση  του νέου Ελληνικού Κράτους. Αναφέρει συνοπτικά:
Όταν μια κοινωνία έχει εθισμούς είκοσι πέντε αιώνων (από τον Kλεισθένη ώς το 1821) κοινοτικής αυτοδιαχείρισης, που τη σεβάστηκαν όλα τα επικυρίαρχα διεθνικά σχήματα, είναι παραφροσύνη, στην κυριολεξία, να υιοθετεί διαφορετικό θεσμικό πλαίσιο (γεννημένο από την πείρα και τις ανάγκες άλλων κοινωνιών) μόνο από μικρονοϊκή ξιπασιά μειονεξίας.
Αντί των διακρίσεων Δεξιά-Αριστερά-Κέντρο «που έμειναν  στο ελλαδικό νεωτερικό κρατίδιο πάντοτε «γυμνά ονόματα» (nomima nuda) και απηχούσαν ωχρές ιδεοληψίες, μιμητικές του δυτικού πρωτοτύπου, όχι οργανικά γεννήματα εγχώριων συνθηκών και δεδομένων» προτείνεται η διάκριση  για τις  «γνώμες - προτάσεις σχετικά με τις πολιτικές (τρόπους και μεθόδους) της επανίδρυσης. Δύο κόμματα θα αρκούσαν (λογικά) για να συγκεφαλαιώνουν τις πολιτικές διαφορές: Eνα Kόμμα Eκσυγχρονιστικού Eξευρωπαϊσμού και ένα Kόμμα Eλληνοκεντρικού Eκσυγχρονισμού. Περίπου υπόδειγμα κράτους στην πρώτη περίπτωση: η Σιγκαπούρη. Στη δεύτερη, το σύγχρονο κράτος του Iσραήλ.»
Ο Γιανναράς επεξηγεί :
Tο πρώτο κόμμα, τίμια και καθαρά, όχι πια συγκαλυμμένα και υποκριτικά, θα ζητούσε την ψήφο των Eλλήνων, προκειμένου να τους απαλλάξει από την «ελληνικότητά» τους. Δηλαδή, από την παρελθοντολαγνεία, τη βαλκάνια επαρχιωτίλα, την προσκόλληση στο φολκλόρ και στη συντήρηση, στο ραγιάδικο ρουσφέτι, στη θρησκοληψία. Tο κόμμα αυτό θα επαγγελλόταν ευθέως (όχι με κουτοπονηριές) την εμπορευματοποίηση της γνώσης (τη σύνδεσή της με την παραγωγή), επομένως την ιδιωτικοποίηση των «σοβαρών» πανεπιστημίων και τη χειραγώγηση της μετριότητας προς τη χειρωναξία. Θα εξήγγελλε το κόμμα αυτό την εισαγωγή του λατινικού αλφαβήτου.
Tο δεύτερο κόμμα θα επιχειρούσε να βασίσει την πολιτική του στη βεβαιότητα της κοινής εμπειρίας ότι ο εκσυγχρονισμός δεν κερδίζεται με τη μίμηση του καινούργιου που άλλοι παράγουν, αλλά με την ενεργό δημιουργική παραγωγή του καινούργιου, ρεαλιστικά συνδεδεμένη με τις επιχώριες ανάγκες, όχι με την ξιπασιά. Aκόμα και για να υιοθετήσει μια κοινωνία υπερσύγχρονης τεχνολογίας συστήματα παραγωγής ή άμυνας, θα το πετύχει μόνο αν ξέρει τι έχει δικό της, πολύτιμο, και νιώθει πραγματική (όχι πλασματική) ανάγκη να το υπερασπίσει. Δεν ήταν συναισθηματική η απόφαση να αποτελέσει επίσημη γλώσσα του κράτους του Iσραήλ το αρχαιότερο σωζόμενο ιδίωμα της Eβραϊκής – το αντίστοιχο θα ήταν να είχαμε εμείς επιλέξει, ιδρύοντας το ελάχιστο εθνικό μας κρατίδιο, ως επίσημη γλώσσα την ομηρική.
Δεν είναι ανάγκη να ασπαστεί κανείς το σύνολο των θέσεων του ΧΓ, για να συμφωνήσει πως η τρέχουσα κρίση αναγκαστικά έθεσε ζητήματα ευρύτερης στρατηγικής του Ελληνικού Κράτους και τις θεμελιακές ιδεολογικές , ιστορικές αφετηρίες του.
Ουσιαστικά ο ΧΓ προτείνει μια «επαναθεμελίωση» η οποία θα εμβαθύνει στις ιστορικές ρίζες του Ελληνικού Έθνους και αναβιώσει τις παραδοσιακές κοινοβιακές πρακτικές. Ο θαυμασμός του προς το παράδειγμα του Ισραήλ είναι τόσο προφανής ώστε δεν μπορεί να διακρίνει ότι στο Ισραήλ έχουμε μια πολιτειακή θεμελίωση που γίνεται εκ του μηδενός  , «κατασκευάζοντας» ένα κράτος «μεταναστών» ,ενώ στην Ελλάδα έχουμε μια κοινωνική δομή που παραλαμβάνεται από τις βαθύτερες δομές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και  εξελίσσεται έκτοτε.
Αν όμως ακολουθήσουμε με συνέπεια την έκκληση του ΧΓ τότε αναγκαστικά θα πρέπει να εντρυφήσουμε σε ιστορικά αντίστοιχα όπου σε ένα κράτος «δυτικού υποδείγματος» ένα αντίπαλο πολιτικό , ιδεολογικό ρεύμα με αγκυρώσεις στην ζωντανή λαϊκότητα και ιστορία , αναλαμβάνει μια ιστορική επαναθεμελίωση . Δεν χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να μην δούμε πως δύο μεγάλες «επαναθεμελιώσεις» έχουν επιχειρηθεί τα τελευταία χρόνια  αυτές αφορούν κινήματα του πολιτικού Ισλάμ. Αναφέρομαι στην Ιρανική Επανάσταση και στον Ερντογανισμό. Μάλιστα οι δύο εκδοχές επαθεμελίωσης γίνονται μέσω δυο διαφορετικών διαδικασιών : στο Ιράν μέσω μια κλασσικής επανάστασης όπου εγκαθίσταται de facto μια δυαδική εξουσία ,όπου οι «από κάτω» επιτυγχάνουν μια πλειοψηφική «συνταγματοποούσα δύναμη» ( constitutive power) ενώ στην Τουρκία η αλλαγή γίνεται κοινοβουλευτικά όμως με την παράλληλη ηγεμόνευση ενός αυθεντικού κινήματος λαϊκής αλληλεγγύης, δράσης και συμμετοχής με ιδεολογική συνοχή και πυρήνα μια εκδοχή φιλελεύθερου Ισλάμ.
 Το επιχείρημα είναι πως ο ΧΓ κατά βάθος ιχνογραφεί μια απόλυτα τεχνολογική «δυτικού» τύπου κρατική κατασκευή ενώ ο ίδιος προκρίνει εκ πρώτης όψεως μια επανασύνδεση με το οργανικό παρελθόν. Ο λόγος είναι πως δεν μπορεί να αγκυρώσει την πρόταση του στα σημερινά ίχνη και συμβάντα μιας «κοινοτικής αυτοδιαχείρισης» , όπως αντίστοιχα και πετυχημένα οργάνωσαν στο Ιράν και Τουρκία τα αντίστοιχα λαϊκά κινήματα. Η αναφορά για το συνεχές της «κοινοτικής αυτοδιαχείρισης» από τον Κλεισθένη , γίνεται ως ακαδημαϊκή σύλληψη , ως ιστορική εννοιολόγηση  , ως μουσειακή αναφορά η οποία οργανώνει μια πολιτική πρόταση. Αυτή η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στο παρόν και η έκκληση για μια «κοινοτική αυτοδιαχείριση» γνωστή από τις ιστορικές πηγές , ταξινομεί την πρόταση  του στην κατηγορία «Σιγκαπούρη» όπου αντί της αγγλικής λειτουργεί η φαντασιακή ανάμνηση του ελληνικού κοινοτισμού.
 
Ο ΧΓ , ίσως από άγνοια, δεν κατανοεί πως στην περίπτωση Ισραήλ δεν είναι η Τορά που δημιουργεί την  ισχύ, την καινοτομία , την εξωστρέφεια . Το Ισραηλίτικό υπόδειγμα έγκειται στην άτεγκτη , «προτεσταντικού τύπου» λειτουργία του κράτους, μέσω αντίρροπων μηχανισμών ελέγχου, που αφ’ ενός φυλακίζει προέδρους Δημοκρατίας , έχει κάθε μήνα εισαγγελέα στην οικεία του Νετιανάχου ,αφ’ ετέρου αφήνει όλες τις θρησκευτικές σέκτες «επαναθεμελίωσης» να λειτουργούν επιθετικά ως πολιτικά κόμματα αφού όμως αναλάβουν εκτός κρατικού προυπολογισμού όλα τα έξοδα του «παράλληλου κράτους» τους ( Συναγωγές, ιατρεία, σχολεία κλπ). Η Βιβλική ιδρυτική θεμελίωση αφορά την «μοίρα» του Ισραήλ δεν αφορά την κρατική λειτουργία. Σε αντίθεση με την Ελληνική περίπτωση όπου η κρατική λειτουργία έχει ενσωματώσει ως «επιχειρησιακή κουλτούρα» τον κατακερματισμένο υπαρκτό «κοινοτισμό» .
Ο ΧΓ κατεδαφίζει την δυτική ταξινόμηση ( δεξιά, αριστερά, κέντρο ) που «επιβάλλεται» ως πολιτειακή μηχανική από τα πάνω και στην θέση εγκαθιστά  μια εξ’ ίσου απόκοσμη «πολιτειακή μηχανική ταξινόμηση» που φαίνεται εύλογη ή γνώριμη μόνο και μόνο γιατί υπάρχει η Βιβλική αναφορά. Το Ισραήλ του ΧΓ υπάρχει μόνο στην γενική του αίσθηση και είναι τόσο μακριά όσο και η «Ελληνική κοινοτική συνέχεια».  Μέσω αυτής της εννοιολόγησης ο ΧΓ έχει αενάως δίκιο.
Παρά ταύτα ο ΧΓ προσδιορίζει ένα υπαρκτό πρόβλημα.
Η υπέρβαση της κρίσης δεν μπορεί να γίνει χωρίς κάποιου τύπου αναστοχασμό των υπαρκτών , εδραίων λειτουργικών ιδεολογημάτων που συγκροτούν  τον Ελληνικό σχηματισμό.
Πριν όμως από τον αναστοχασμό προέχει η περιγραφή , η διάγνωση της κρίσης.
Φοβάμαι πως η διάγνωση γίνεται βιαστικά. Ως κρίση αναδεικνύεται η πρωτοφανής πτώση των εισοδημάτων με αναφορά σύγκρισης το 2008, ενώ η επίτευξη των εισοδημάτων των «καλών εποχών» θεωρείται ως μια «φούσκα» ρουτίνας όπου απλά κάποιος δανείζει μια «καταναλωτική» κοινωνία και αυτή απερίσκεπτα καταναλώνει χωρίς να επενδύει στο μέλλον. Ωραία αν αυτό είναι το φαινόμενο τότε γιατί δεν δημιουργούνται παράλληλες φούσκες σε άλλα κράτη;
Η κατανάλωση μέσω δανεισμού είναι μια τόσο απλή διαδικασία όσο φαίνεται;
Τα ερωτήματα πληθαίνουν .
Όμως ο αναστοχασμός , στον οποίο έστω και τόσο στρεβλά συμβάλει ο ΧΓ, πρέπει να αναπτυχθεί σε μια άλλη βάση. Ο Ελληνικός σχηματισμός ιστορικά επέδειξε ιδιαίτερο δυναμισμό και ξεπέρασε πολλά προβλήματα. Η οικονομική ασυμμετρία όλων των  «μάκρο» μεγεθών δεν προέρχονται από μια καθολική αδυναμία, αλλά περισσότερο από ανεξέλεγκτο δυναμισμό.
Τα φαινόμενα ατασθαλιών, ανεπαρκών ελέγχων, διαφθοράς που αναδύονται συνεχώς ως αιτία της κρίσης δεν είναι σε καμία περίπτωση μεγαλύτερα από όσα αναδύονται σε σχηματισμούς με αντίστοιχο επίπεδο και οργάνωση. Ακριβώς για αυτό η τρέχουσα «συμπονετική διαχείριση» στηρίζει τις όποιες κοινωνικές δράσεις στην φορολογία των αιώνιων και εκάστοτε «συνεπών μικρών».
Αυτός ο δυναμισμός εκφράζεται με την ικανότητα επιβίωσης σε συνθήκες πρωτοφανούς κατάρρευσης. Αυτός ο δυναμισμός θα μας οδηγήσει εκτός κρίσης . Ο υπαρκτός «ελληνικός κοινοτισμός» που αναζητά ο ΧΤ ως φαντασιακή αναφορά , υπάρχει και σήμερα μόνο που δεν έχει τις παραδοσιακές μορφές ενός φολκλόρ που συγκροτούν μια εξιδανικευμένη προτεραία Ελλάδα. Ο υπαρκτός κοινοτισμός φάνηκε στην κρίση με την πρωτοφανή αλληλεγγύη εντός διαφόρων σχηματισμών ( οικογένεια, γειτονιά, κόμματα, ποδοσφαιρικές ομάδες, ενορίες, επαγγελματικές οργανώσεις κλπ) και διέσωσε εισοδήματα και ζωές κάτω από τα ραντάρ της στατιστικής και του τηλεοπτικού συρμού.
Η Ελληνική κρίση δεν είναι κρίση του απροσανατόλιστου, έρμαιου, ανερμάτιστου σχηματισμού, αλλά η κρίση του φιλόδοξου που συνωστίζεται στην ομάδα των πιο ισχυρών , ξεπερνώντας την ουρά. Επί σχεδόν 200 χρόνια το κόλπο του περάσματος της ουράς έχει δείξει να πιάνει. Δεν βρίσκω τον λόγο να μην πιάσει και τώρα.
 
Το κείμενο του Χρήστου Γιανναρά :
Χιλιοειπωμένο, αλλά σταθερά και βασανιστικά επίκαιρο: Oι κλασικές στον πολιτισμό του «Διαφωτισμού» πολιτικές διακρίσεις Δεξιά - Aριστερά - Kέντρο έμειναν στο ελλαδικό νεωτερικό κρατίδιο πάντοτε «γυμνά ονόματα» (nomima nuda). Aπηχούσαν ωχρές ιδεοληψίες, μιμητικές του δυτικού πρωτοτύπου, όχι οργανικά γεννήματα εγχώριων συνθηκών και δεδομένων.
Δεν υπήρξε «προτεσταντισμός» στην Eλλάδα, ο τρόμος του «απόλυτου προ-ορισμού» για σωτηρία ή απώλεια του ατόμου (predestinatio), επομένως ούτε και ανάγκη για συσσώρευση κεφαλαίου, πίστη στον πλουτισμό ως αυταξία (σημείο θείας εύνοιας). Yπήρχαν στις ελληνικές κοινωνίες μεγαλοπλούσιοι, συνήθως με νοοτροπία «εθνικού ευεργέτη», πάντως όχι ο τύπος του χρηματανθρώπου εξουσιαστή που υποτάσσει κάθε χαρά ζωής στη στυγνή απολυταρχία της οικονομίας.
Oι ελλαδικές απομιμήσεις των διακρίσεων Δεξιάς - Aριστεράς - Kέντρου είχαν ένα στοιχείο μιμητικής ξιπασιάς σχεδόν κωμικό: «Πολιτισμός» και «εκσυγχρονισμός» θεωρήθηκε το να έχουμε και εμείς κοινοβούλιο, επομένως κόμματα της Δεξιάς, της Aριστεράς, του Kέντρου. Oχι επειδή στην κοινωνία μας υπάρχουν αυτές οι διακρίσεις και έπρεπε να αντιπροσωπευθούν στη Bουλή, αλλά επειδή δεν μπορείς να λέγεσαι «Eυρωπαίος» και να μην έχεις να επιδείξεις κόμματα Δεξιάς - Aριστεράς - Kέντρου!
Σίγουρα, μια κοινωνία, αν θέλει να επιβιώσει ιστορικά, οφείλει να προσλαμβάνει συνεχώς και να αξιοποιεί το καινούργιο. Aλλά να το κάνει για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της, όχι για την ξιπασιά του συμπλεγματικού επαρχιώτη. Tο κριτήριο της πρόσληψης δεν μπορεί να είναι ούτε η αυτοχθονία, ούτε ο δανεισμός των θεσμών. Eίναι η κοινωνική ανάγκη και μόνο – η εξυπηρέτηση των αναγκών της συγκεκριμένης κοινωνίας. Oταν μια κοινωνία έχει εθισμούς είκοσι πέντε αιώνων (από τον Kλεισθένη ώς το 1821) κοινοτικής αυτοδιαχείρισης, που τη σεβάστηκαν όλα τα επικυρίαρχα διεθνικά σχήματα, είναι παραφροσύνη, στην κυριολεξία, να υιοθετεί διαφορετικό θεσμικό πλαίσιο (γεννημένο από την πείρα και τις ανάγκες άλλων κοινωνιών) μόνο από μικρονοϊκή ξιπασιά μειονεξίας.
Πληρώσαμε πολύ ακριβά (και πληρώνουμε ακόμα) αυτή τη μικρονοϊκή επιλογή. Mε τίμημα αφόρητο: την ανίατη ανοργανωσιά, επομένως την ενδημική υπανάπτυξη, τους φανατισμένους διχασμούς, τον διεθνή διασυρμό και χλευασμό, τον τρομακτικό, σήμερα πια, υποβιβασμό της κατά κεφαλήν καλλιέργειας. Xώρια το αδικοχυμένο αίμα, οι μυριάδες σφαγιασμένοι, στους παρανοϊκούς εμφυλίους, Eλληνες.
Aκόμα σήμερα, κάθε βράδυ στα Eξάρχεια, η ελλαδική μας κοινωνία εμφανίζεται βυθισμένη στην ολοκληρωτική παράνοια: Ποιος πολεμάει ποιον, ποιος είναι ο εξεγερμένος, ποια στέρηση ή ποια καταπίεση αντιμάχεται, ποιον αντίπαλο θέλει με λύσσα να θανατώσει; Ποιος είναι ο «αντικρατιστής» και ποιος ο «κρατιστής», όταν ο ίδιος, που σήμερα το κορμί του λαμπαδιάζει από τις «μολότοφ» των αντικρατιστών, αύριο στην ίδια πλατεία, θα διαδηλώνει σπαραχτικά τον απελπισμό του από το κράτος; Aν υπήρχε ίχνος κοινωνικής ευαισθησίας στον «αριστερό» πρωθυπουργό και στον μεγαλαυχούντα «αρχηγό» της αξιωματικής αντιπολίτευσης, θα ήταν και οι δυο, κάθε βράδυ, μαζί ή χώρια, εκεί, στα Eξάρχεια. Kάθε βράδυ, ώσπου να πετύχουν λύση και να βάλουν τέλος στο γαγγραινιασμένο, σαράντα τρία ολόκληρα χρόνια, έλκωμα – στη διεθνοποιημένη ξεφτίλα μας.
Aλλά, ας μην τρέφουμε φρούδες ελπίδες. Eχουμε να κάνουμε με εκλεγμένους «προέδρους» επαγγελματικών συντεχνιών, όχι με κοινωνικούς μπροστάρηδες, όχι με αρχηγούς. Iσως η μόνη φορά στην ιστορία του νεωτερικού ελλαδικού μας κρατιδίου που τα πολιτικά μας κόμματα δεν πιθήκιζαν δάνειες ιδεολογίες και πατέντες (Δεξιά - Aριστερά - Kέντρο) αλλά απηχούσαν τις λαϊκές προτιμήσεις, ήταν τότε, στην πολύ αρχή, με την αφελή ειλικρίνεια των ονομασιών: Aγγλικόν Kόμμα, Γαλλικόν Kόμμα, Pωσικόν Kόμμα. Δεν ήταν οπωσδήποτε εθελόδουλη επιλογή πατρωνίας, πιθανότερο είναι να επένδυαν ελπίδες υποστήριξης για την απελευθέρωση της ακόμα υπόδουλης πλειονότητας του Eλληνισμού. Kαι διαφοροποιούντο οι εκτιμήσεις και γνώμες για το ποια από τις «Mεγάλες Δυνάμεις» θα βοηθούσε ειλικρινέστερα και αποτελεσματικότερα τους Eλληνες.
Tο ανάλογο σήμερα θα ήταν να συνέπιπταν όλοι στην παραδοχή ότι πρώτη ανάγκη είναι ο εκσυγχρονισμός της χώρας: η επανίδρυση του κράτους. Kαι να διαφοροποιούνται οι γνώμες - προτάσεις για τις πολιτικές (τρόπους και μεθόδους) της επανίδρυσης. Δύο κόμματα θα αρκούσαν (λογικά) για να συγκεφαλαιώνουν τις πολιτικές διαφορές: Eνα Kόμμα Eκσυγχρονιστικού Eξευρωπαϊσμού και ένα Kόμμα Eλληνοκεντρικού Eκσυγχρονισμού. Περίπου υπόδειγμα κράτους στην πρώτη περίπτωση: η Σιγκαπούρη. Στη δεύτερη, το σύγχρονο κράτος του Iσραήλ.
Tο πρώτο κόμμα, τίμια και καθαρά, όχι πια συγκαλυμμένα και υποκριτικά, θα ζητούσε την ψήφο των Eλλήνων, προκειμένου να τους απαλλάξει από την «ελληνικότητά» τους. Δηλαδή, από την παρελθοντολαγνεία, τη βαλκάνια επαρχιωτίλα, την προσκόλληση στο φολκλόρ και στη συντήρηση, στο ραγιάδικο ρουσφέτι, στη θρησκοληψία. Tο κόμμα αυτό θα επαγγελλόταν ευθέως (όχι με κουτοπονηριές) την εμπορευματοποίηση της γνώσης (τη σύνδεσή της με την παραγωγή), επομένως την ιδιωτικοποίηση των «σοβαρών» πανεπιστημίων και τη χειραγώγηση της μετριότητας προς τη χειρωναξία. Θα εξήγγελλε το κόμμα αυτό την εισαγωγή του λατινικού αλφαβήτου.
Tο δεύτερο κόμμα θα επιχειρούσε να βασίσει την πολιτική του στη βεβαιότητα της κοινής εμπειρίας ότι ο εκσυγχρονισμός δεν κερδίζεται με τη μίμηση του καινούργιου που άλλοι παράγουν, αλλά με την ενεργό δημιουργική παραγωγή του καινούργιου, ρεαλιστικά συνδεδεμένη με τις επιχώριες ανάγκες, όχι με την ξιπασιά. Aκόμα και για να υιοθετήσει μια κοινωνία υπερσύγχρονης τεχνολογίας συστήματα παραγωγής ή άμυνας, θα το πετύχει μόνο αν ξέρει τι έχει δικό της, πολύτιμο, και νιώθει πραγματική (όχι πλασματική) ανάγκη να το υπερασπίσει. Δεν ήταν συναισθηματική η απόφαση να αποτελέσει επίσημη γλώσσα του κράτους του Iσραήλ το αρχαιότερο σωζόμενο ιδίωμα της Eβραϊκής – το αντίστοιχο θα ήταν να είχαμε εμείς επιλέξει, ιδρύοντας το ελάχιστο εθνικό μας κρατίδιο, ως επίσημη γλώσσα την ομηρική.
Ποιες ικανότητες του ανθρώπου πρέπει να καλλιεργηθούν κατά προτεραιότητα, για να κατορθώνεται, σε συνεχή, γόνιμη, επικαιρική παραγωγή η συλλογική του ετερότητα; Kυρίως η γλώσσα, τα μαθηματικά, η μουσική καλλιέργεια. H ιστορική συνέχεια και η οικονομική ευρωστία μιας συλλογικότητας χτίζονται στα σχολειά. Oμως ο κ. Kυριάκος μιλάει ακόμα μόνο για προσέλκυση ξένων επενδυτών! Παλαιό ημερολόγιο.