Παρασκευή 22 Μαρτίου 2024

Oppenheimer: Προμηθέας ή Φιλοκτήτης

 




H πολυβραβευμένη, εμπορική επιτυχία του C.Nolan Oppenhaimer βασίζεται στην βιογραφία  «American Prometheus: «The Triumph and Tragedy of J. Robert Oppenheimer» των Kai Bird,Martin  και J. Sherwin.

 

Οι βιογράφοι συνδέοντας τον Oppenhaimer με τον Προμηθέα εντοπίζουν το δράμα του ήρωα στην ανακάλυψη ή κλοπή ενός κοσμικού μυστικού για το οποίο ο ήρωας τελικά ταλαιπωρείται από τους θεούς.

 

Όμως στη ταινία ο ήρωας βασανίζεται από τύψεις για τη χρήση της τεχνολογίας που ανακάλυψε ως εάν να είναι ο ίδιος ο χειριστής  της ρίψης της βόμβας. Ο Nolan μετατοπίζει το δράμα του ήρωα σε ένα βαθύτερο επίπεδο : στη σύνθετη  σχέση του δημιουργού του όπλου, του κατόχου – ιδιοκτήτη του όπλου και του εκτελεστή χρήστη .  Με την έννοια αυτή επίδικα της περίπτωσης Oppenheimer δεν ανάγονται στον Προμηθέα αλλά στον Φιλοκτήτη.

 

Ως γνωστόν ο Φιλοκτήτης έχει στη κατοχή του τα όπλα του Ηρακλή , τα οποία χρειάζονται για την τελική νίκη στην Τροία. Οι συμπολεμιστές του που τον άφησαν ανάπηρο και άρρωστο στη Λήμνο προσπαθούν να υφαρπάξουν  τα όπλα όμως ο Ηρακλής επεμβαίνει και σώζει τον Φιλοκτήτη υποχρεώνοντας να συνοδεύσει τα όπλα στην Τροία. Ο Ηρακλής αποκαθιστά μια οργανική ενότητα μεταξύ της ιδιοκτησίας και της χρήσης των όπλων. Τα όπλα ανήκουν ως τεχνολογία στον Ηρακλή , ο Φιλοκτήτης τα κατέχει ως μοναδικός αδιαμφησβήτητος χρήστης και δεν είναι δυνατόν να τα αποχωριστεί.

 

Ο Oppenheimer  ζει την τραγική κατάσταση που επιβάλει ο από μηχανής θεός Ηρακλής : τα όπλα της Νίκης δεν κατατέμνονται σε εφεύρεση, τυπική ιδιοκτησία , χρήση ή εκπαίδευση και τελικό χειρισμό. Τα όπλα εμπεριέχουν τους πάντες. Έτσι σωστά ο Oppenheimer βλέπει τα λιωμένα σώματα των θυμάτων της βόμβας ως εφιάλτες.

 

Ο Ρίτσος στο δικό του Φιλοκτήτη έχει δει αυτή την όψη.

 

Παρότι τοποθετεί το θέμα με μια θεμελιακή σκηνική αντιστροφή, τοποθετώντας τον Φιλοκτήτη ως ένα βουβό ακροατή του επισκέπτη Νεοπτόλεμου , μονίμως διαπραγματεύεται τη σχέση του τραγικού ήρωα με τον οπλισμό, την ιδιοκτησία του, την χρήση του τη σχέση του μέσα στον πόλεμο.

 

Παρότι τα όπλα είναι του Ηρακλή  ανήκουν και  στον Φιλοκτήτη γιατί τα «κέρδισε τίμια με φιλία και θυσία» . Ο Φιλοκτήτης χρειάζεται να δείξει την χρήση στον Νεοπτόλεμο :

 

σως κ' σ, μι νάλογη στιγμή, σεβάσμιε φίλε, θ ποφάσισες ν' ποσυρθες. Τότε, θαρρ, θ' φέθηκες ν σ δαγκώσει τ φίδι το βωμο. Γνώριζες, λλωστε, πς μόνον τ πλα μας χρειάζονται, κι χι τος διους μς (πως επες). μως σ εσαι τ πλα σου, τ τίμια κερδισμένα μ τ δουλειά, τ φιλία κα τ θυσία, δοσμένα π᾿ τ χέρι κείνου πο στραγγάλισε τν πτακέφαλον, κείνου που σκότωσε τν φύλακα το ᾿Αδη. Κα τόδες μ τ δια σου τ μάτια· κα τζησες: κληρονομιά σου κα τέλειο όπλο σου. Ατ νικάει μονάχα. Τώρα, παρακαλ σε ν μο δείξεις τ χρήση. ρα φτασε. Σ 261

 

 

Ο Ρίτσος συναισθάνεται τον Φιλοκτήτη που θα πρέπει να ξαναμπεί στο πνεύμα του πολέμου, μετά από μια στοχαστική απομόνωση. Έτσι , στην δική του εκδοχή,  ο Νεοπτόλεμος  του προσφέρει  ένα προσωπείο να το φορέσει και να κρύψει τα αποτυπωμένα συναισθήματα στο πρόσωπο. Στον επιλογικό τεχνικό κείμενο του μονολόγου ο Ρίτσος μας αποκαλύπτει πως το προσωπείο τελικά δεν χρειάστηκε γιατί ο ίδιος ο Φιλοκτήτης αφομοίωσε την πολεμική διάθεση.

 

Θα μπορούσε να υποθέσει πως αρχική η συσχέτιση του Oppenheimer με τον Προμηθέα είναι ίσως ευνοϊκή για τον ήρωα : βασανίζεται εξ’ ονόματος της ανθρωπότητας. Όμως ο C.Nolan , χωρίς να το σημειώσει πουθενά, τοποθετεί το δράμα στη περιπέτεια του Φιλοκτήτη πιο κοντά στο Ρίτσο παρά το Σοφοκλή.

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2024

Καλημέρα Ζωή-Perfect Days : H απαράμιλλη ισχύς των Brands

 



Είμαστε στο Τόκυο , ίσως το 2022.

Ένας εργαζόμενος σε εργολαβία καθαρισμού των δημοσίων αποχωρητηρίων συναντά τη αδελφή με την οποία δεν έχουν σχέση. Ο λόγος της συνάντησης είναι απλός : η ανιψιά του εργαζόμενου το έσκασε από το σπίτι και έμεινε στο θείο της. Η αδελφή φτάνει στο ταπεινό καθαρό σπίτι του αδελφού της με μία μεγαλοπρεπή μαύρη λιμουζίνα με οδηγό. Οι κοινωνικοί μηχανισμοί που δημιούργησαν αυτή την οικονομική και συναισθηματική απόσταση ανάμεσα στα αδέλφια είναι άγνωστοι. Η γιγαντιαία αντίστιξη παραπέμπει σε Φώσκολο του «Καλημέρα Ζωή» ή σε ένα άλλο «Φώσκολο».

Ο  «Φώσκολος» όμως δεν είναι τόσο απλοϊκός .

Μας εισάγει μέσω της επανάληψης στην χειρωνακτική εργασία του καθαρισμού. Έτσι βλέπουμε περίπου 6 φορές, επαναληπτικά  πως καθαρίζονται οι τουαλέτες στο Τόκυο, με ακρίβεια χειρουργείου. Πως πιάνουμε το απορρυπαντικό, το καθαριστικό ύφασμα, ενώ στο μεταξύ λύνουμε και μια τρίλιζα , σε έξι διαλείμματα  με ένα άγνωστο (η;) . Με τους καθαρισμούς περνάνε 40 λεπτά αφήγησης , έτσι για να  εμπεδώσουμε τη δουλειά.

Το κόλπο του «Φώσκολου» είναι η μουσική : Κλασσικές μπαλάντες των 80’ς παιγμένες σε κασετόφωνο που πρωταγωνιστεί.

Επειδή η δουλειά είναι κουραστική , πάμε στο ίδιο εστιατόριο 6 φορές , όπου ο σερβιτόρος σερβίρει το ίδιο έδεσμα με την ίδια ευχή : «για τη σκληρή σου δουλειά». Πάνε και άλλα 20 λεπτά αφήγησης μέχρι να φάμε το φαΐ μας.

Ο εργαζόμενος είναι τοοοοοσο καλός. Μονίμως με ένα θλιμμένο χαμόγελο Μόνα Λίζας με το οποίο μας αποχαιρετά στο τέλος.

Ο «Φώσκολος» ξέρει ότι με τέτοια κόλπα δε γεμίζουν οι αίθουσες και κάνει το απόλυτο κόλπο.

Υποκλέπτει την υπογραφή Wim Wenders.

To κόλπο πιάνει: ποιος σοβαρός κριτικός θα θάψει μια ταινία του Wenders;

Κανείς.

Και επειδή οι κριτικοί ξέρουν γράμματα ανακαλύπτουν τα μύρια κρυφά νοήματα και βάζουν τα αστεράκια σωρηδόν έτσι γιατί στους τίτλους γράφει Wenders.

Α ρε μπαγάσα Φώσκολε- Wenders  με τις χαώδεις κοινωνικές διαφορές , τις ταπεινές εργασίες και τις κασέτες . Α ρε πόσο μασάει ο κόσμος σε Brands…

Για το μόνο που σε παραδέχομαι είναι οι μουσικές σου.

Τρίτη 5 Μαρτίου 2024

Περσεφόνη: Μεταξύ Γκάτσου και Ρίτσου

 


Ο μύθος της Περσεφόνης είναι αρχετυπικός.

 Ο Πλούτωνας  ( Άδης) είχε ερωτευτεί την Κόρη της αδελφής του Δήμητρας , Περσεφόνη  και είχε εκμυστηρευτεί το σχέδιό του να την κάνει βασίλισσα του Άδη στον πατέρα της, Δία. Ο βασιλιάς των θεών τον είχε προειδοποιήσει ότι η θεά Δήμητρα δεν θα επέτρεπε ποτέ την απομάκρυνση της κόρης της από το πλάι της.

Η προειδοποίηση του Δία οδήγησε τον Πλούτωνα στην ενορχήστρωση του σχεδίου απαγωγής της Κόρης. Και το σχέδιο στέφθηκε με επιτυχία λίγες ημέρες μετά. Η Περσεφόνη απήχθη ενώ βρισκόταν σε ένα λιβάδι και οδηγήθηκε στο βασίλειο του Κάτω Κόσμου.

Μόλις η Περσεφόνη έφτασε στον Άδη, άρχισε να εκλιπαρεί τον Πλούτωνα να την αφήσει ελεύθερη. Ο Πλούτωνας αρχικά δέχθηκε να την απελευθερώσει και της προσέφερε ένα ρόδι για να την παρηγορήσει. Η Κόρη έφαγε έξι σπόρους και σύντομα κατάλαβε το λάθος της. Στην αρχαιότητα, το ρόδι συμβόλιζε τους δεσμούς του γάμου που ούτε θεός, ούτε θνητός μπορούσε να σπάσει.

Μόλις η θεά Δήμητρα αντιλήφθηκε την εξαφάνιση της κόρης της, κίνησε γη και ουρανό για να την εντοπίσει. Ρώτησε θεούς και θνητούς, όμως κανείς δεν γνώριζε ή ήθελε να μιλήσει. Επί εννιά ημέρες και νύχτες, η Δήμητρα αναζητούσε την Περσεφόνη και παραμελούσε το θεϊκό της έργο: την προστασία των αγρών.

Η θεά αρνούνταν να επιτρέψει την καρποφορία της γης. Οι άνθρωποι σύντομα άρχισαν να παραπονιούνται και, λόγω της πείνας, αμελούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Οι θυσίες και οι λατρευτικές τελετές είχαν σταματήσει και τότε ήταν που ο θεός Ήλιος αποφάσισε να μιλήσει για όσα είχε δει.

Ύστερα από διαπραγματεύσεις, αποφασίστηκε ότι η Περσεφόνη θα περνάει τον μισό χρόνο στο πλευρό της μητέρας της ως θεά του αγρού, και τον υπόλοιπο χρόνο στο πλευρό του συζύγου της ως βασίλισσα του Άδη – έξι μήνες, όσοι και οι σπόροι ροδιού που έφαγε.

Δεν είναι δύσκολο να δει κανείς τον προφανή συμβολισμό του μύθου της Περσεφόνης. Ο μύθος συμβολίζει την αέναη εναλλαγή των εποχών και την επιρροή τους στις γεωργικές εργασίες. Όταν η Κόρη και η θεά Δήμητρα συναντιούνται, τα λουλούδια ανθίζουν και τα δέντρα καρποφορούν. Όταν η Δήμητρα αποχωρίζεται την Περσεφόνη, η φύση «πενθεί».

Δεν είναι τυχαίο ότι κάθε χρόνο στην Ελευσίνα, στον ιερό χώρο όπου τελούνταν τα «Ελευσίνια Μυστήρια», οι πιστοί συγκεντρώνονται στο εκκλησάκι της Παναγίας Μεσοσπορίτισσας για τον εσπερινό που τελείται την παραμονή των Εισοδίων της Θεοτόκου. Στην Ελευσίνα γίνεται και η αναβίωση των πολυσπορίων – έθιμο κατά το οποίο οι γυναίκες βράζουν στο λαογραφικό μουσείο της περιοχής και βράζουν σε ένα καζάνι όσπρια, σιτάρι, ρόδι, σταφίδες και πετιμέζι.

 

Ο μύθος της Περσεφόνης έχει εμπνεύσει με διαφορετικό τρόπο τους Γκάτσο και Ρίτσο.

Ο Γκάτσος εμπνέεται απ’ ευθείας από τα Ελευσίνια Μυστήρια και τη σύγχρονη Ελευσίνα και έτσι παραδίδει σχεδόν ένα θρήνο για τη χαμένη φύση και την προσβολή της από την εκτατική εκβιομηχάνιση . Ο θρήνος καταλήγει με την προτροπή στην Περσεφόνη να διακόψει το κύκλο ζωής και να μην έρθει για το εξάμηνο της ανθοφορίας: Κοιμήσου Περσεφόνη στην αγκαλιά της γης,
στου κόσμου το μπαλκόνι  ποτέ μην ξαναβγείς
.

Ο Ρίτσος εμβαθύνει στην ερωτική ίντριγκα : Ο Άδης ( θείος) δεν έχει απαγάγει αλλά έχει γοητεύσει την Περσεφόνη. Αυτή αναζητά το είδωλο του και το βρίσκει στο πρόσωπο ενός ανώνυμου υπηρέτη. Η Περσεφόνη βυθίζεται στις επιθυμίες της για το είδωλο της και την ενσαρκωμένη μορφή του,  στον άγνωστο. Η ταλάντευση της ανάμεσα σε άνω και κάτω κόσμο , γίνεται μέσα από τη διάθλαση της σαρκικής επιθυμίας αιώρηση  ανάμεσα στην ηδονή και την φαντασία της επιθυμίας της και την αδυναμία να ολοκληρωθεί.

Ο Ρίτσος όμως ,αναπάντεχα ,προσδιορίζει και αυτός ένα τεχνικό περιβάλλον του ερωτικού δράματος . Περιγράφει με ένα σχεδόν προφητικό τρόπο μια τεχνολογική υπερκείμενη δομή με ένα τρόπο που παραπέμπει ποιητικά στα πιο σύγχρονα ζητήματα του κινδύνου της Τεχνικής. Στην ποιητική του σύνθεση ο άγνωστος υπηρέτης ( ερωτικό αντικείμενο της Περσεφόνης) προέρχεται από μια ομάδα που εργάζεται ένα σωρό εργαλεία με άγνωστα ονόματα, — τρομαχτικά στη χρησιμότητά τους, τρομαχτικά στη μυστικότητά τους, ή τη συνωμοτικότητά τους μάλλον, ξύλα και σίδερα πολύπλοκα, λάμες ακονισμένες, λάμψεις —

Ένας τεχνικός κόσμος με άγνωστα ονόματα,  τρομακτικές χρήσεις ,  μυστικότητα και η συνωμοτικότητα  δεν είναι παρά ο κόσμος της σημερινής ανεξέλεγκτης τεχνητής νοημοσύνης.  

Ο ποιητικός οίστρος του Ρίτσου υπερβαίνει το συγκεκριμένο τεχνικό κόσμο . Ενώ στον Γκάτσο αυτός ο ειδικός κόσμος της εποχής ( διυλιστήρια, ναυπηγεία, τσιμέντα κλπ) είναι το εμπόδιο της μυστηριακής «επανόδου» της Περσεφόνης , στον Ρίτσο  πάμε ένα επίπεδο βαθύτερα : η περιάγουσα τεχνική είναι μυστική, συνωμοτική με άγνωστα ονόματα .

Στον Γκάτσο οι τεχνικές  συνθήκες οδηγούν σε μια καθαρή προτροπή άρνησης , ενώ στον Ρίτσο η Περσεφόνη στροβιλίζεται στην σαρκική επιθυμία εντός αυτού του κόσμου.

Σε άλλο σημείο του μονολόγου του ο Ρίτσος εισάγει μια άλλη υπερβατική εικόνα από τα τεχνικά επίδικα της εποχής : τα μηχανικά απόβλητα που πετάμε στον κήπο οξειδώνονται και στρογγυλεύουν και τα ξαναβρίσκουμε  «άχρηστα, τυραγνισμένα, σκουριασμένα» .

 

Η Περσεφόνη του Γκάτσου ευτύχησε να περάσει μέσω των Χατζηδάκη Φαραντούρη στα χείλια όλων. Η Περσεφόνη του Ρίτσου , πιο περίπλοκη πιο σύγχρονη, πιο στοχαστική παραμένει , ένα μικρό διαμάντι, στις σελίδες της Τέταρτης δίαστασης.

 

 

 

 

 

Ν.Γκάτσου : Ο εφιάλτης της Περσεφόνης.

Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.

Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες
ευλαβικά πριν μπουν στο τελεστήριο
τώρα πετάνε τ’ αποτσίγαρα οι τουρίστες
και το καινούριο παν να δουν διυλιστήριο.

Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία
κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα
τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία
άδεια κορμιά σιδερικά παιδιά κι ελάσματα.

Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.

 

 

Γ.Ρίτσου : Περσεφόνη ( Τέταρτη Διάσταση)

Θε μου, πόσο κουτοί και πόσο ανίδεοι, — μήτε που ξέρουν τί όμορφοι που ’ναι
μες στο κρουστό, ιδρωμένο δέρμα τους, δοσμένοι στη δουλειά τους
ανάμεσα σε σφυριά, σε καρφιά, σε πριόνια, — ένα σωρό εργαλεία
με άγνωστα ονόματα, — τρομαχτικά στη χρησιμότητά τους,
τρομαχτικά στη μυστικότητά τους, ή τη συνωμοτικότητά τους μάλλον,
ξύλα και σίδερα πολύπλοκα, λάμες ακονισμένες, λάμψεις — σ 194

 

Μετά τα μεσάνυχτα ακούγονται βήματα, — μπορεί και να ’ναι οι υπηρέτες·
ρίχνουνε τα παλιά σιδερικά στο πίσω μέρος του κήπου. Λίγο λίγο,
τα πνίγουν οι τσουκνίδες, — ένα πιάτο αλουμινένιο, ένα κουτάλι,
ένα σπασμένο αγαλμάτιο, ένα τσίγκινο τραπέζι. Με το έμπα του φθινόπωρου
ξεφανερώνονται πάλι, — ο τροχός, ένα κουπί, το τιμόνι,
εκείνος ο άξονας απ’ το παμπάλαιο αμάξι — πράματα της μνήμης,
δικά μας πράματα, άχρηστα, τυραγνισμένα, σκουριασμένα
κι ωστόσο σχεδόν στρογγυλά, σαν τα πιθάρια στο υπόγειο ή σαν τ’ αστέρια. σ.202
 

 Image courtesy Dana Schutz