Τρίτη 5 Μαρτίου 2024

Περσεφόνη: Μεταξύ Γκάτσου και Ρίτσου

 


Ο μύθος της Περσεφόνης είναι αρχετυπικός.

 Ο Πλούτωνας  ( Άδης) είχε ερωτευτεί την Κόρη της αδελφής του Δήμητρας , Περσεφόνη  και είχε εκμυστηρευτεί το σχέδιό του να την κάνει βασίλισσα του Άδη στον πατέρα της, Δία. Ο βασιλιάς των θεών τον είχε προειδοποιήσει ότι η θεά Δήμητρα δεν θα επέτρεπε ποτέ την απομάκρυνση της κόρης της από το πλάι της.

Η προειδοποίηση του Δία οδήγησε τον Πλούτωνα στην ενορχήστρωση του σχεδίου απαγωγής της Κόρης. Και το σχέδιο στέφθηκε με επιτυχία λίγες ημέρες μετά. Η Περσεφόνη απήχθη ενώ βρισκόταν σε ένα λιβάδι και οδηγήθηκε στο βασίλειο του Κάτω Κόσμου.

Μόλις η Περσεφόνη έφτασε στον Άδη, άρχισε να εκλιπαρεί τον Πλούτωνα να την αφήσει ελεύθερη. Ο Πλούτωνας αρχικά δέχθηκε να την απελευθερώσει και της προσέφερε ένα ρόδι για να την παρηγορήσει. Η Κόρη έφαγε έξι σπόρους και σύντομα κατάλαβε το λάθος της. Στην αρχαιότητα, το ρόδι συμβόλιζε τους δεσμούς του γάμου που ούτε θεός, ούτε θνητός μπορούσε να σπάσει.

Μόλις η θεά Δήμητρα αντιλήφθηκε την εξαφάνιση της κόρης της, κίνησε γη και ουρανό για να την εντοπίσει. Ρώτησε θεούς και θνητούς, όμως κανείς δεν γνώριζε ή ήθελε να μιλήσει. Επί εννιά ημέρες και νύχτες, η Δήμητρα αναζητούσε την Περσεφόνη και παραμελούσε το θεϊκό της έργο: την προστασία των αγρών.

Η θεά αρνούνταν να επιτρέψει την καρποφορία της γης. Οι άνθρωποι σύντομα άρχισαν να παραπονιούνται και, λόγω της πείνας, αμελούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Οι θυσίες και οι λατρευτικές τελετές είχαν σταματήσει και τότε ήταν που ο θεός Ήλιος αποφάσισε να μιλήσει για όσα είχε δει.

Ύστερα από διαπραγματεύσεις, αποφασίστηκε ότι η Περσεφόνη θα περνάει τον μισό χρόνο στο πλευρό της μητέρας της ως θεά του αγρού, και τον υπόλοιπο χρόνο στο πλευρό του συζύγου της ως βασίλισσα του Άδη – έξι μήνες, όσοι και οι σπόροι ροδιού που έφαγε.

Δεν είναι δύσκολο να δει κανείς τον προφανή συμβολισμό του μύθου της Περσεφόνης. Ο μύθος συμβολίζει την αέναη εναλλαγή των εποχών και την επιρροή τους στις γεωργικές εργασίες. Όταν η Κόρη και η θεά Δήμητρα συναντιούνται, τα λουλούδια ανθίζουν και τα δέντρα καρποφορούν. Όταν η Δήμητρα αποχωρίζεται την Περσεφόνη, η φύση «πενθεί».

Δεν είναι τυχαίο ότι κάθε χρόνο στην Ελευσίνα, στον ιερό χώρο όπου τελούνταν τα «Ελευσίνια Μυστήρια», οι πιστοί συγκεντρώνονται στο εκκλησάκι της Παναγίας Μεσοσπορίτισσας για τον εσπερινό που τελείται την παραμονή των Εισοδίων της Θεοτόκου. Στην Ελευσίνα γίνεται και η αναβίωση των πολυσπορίων – έθιμο κατά το οποίο οι γυναίκες βράζουν στο λαογραφικό μουσείο της περιοχής και βράζουν σε ένα καζάνι όσπρια, σιτάρι, ρόδι, σταφίδες και πετιμέζι.

 

Ο μύθος της Περσεφόνης έχει εμπνεύσει με διαφορετικό τρόπο τους Γκάτσο και Ρίτσο.

Ο Γκάτσος εμπνέεται απ’ ευθείας από τα Ελευσίνια Μυστήρια και τη σύγχρονη Ελευσίνα και έτσι παραδίδει σχεδόν ένα θρήνο για τη χαμένη φύση και την προσβολή της από την εκτατική εκβιομηχάνιση . Ο θρήνος καταλήγει με την προτροπή στην Περσεφόνη να διακόψει το κύκλο ζωής και να μην έρθει για το εξάμηνο της ανθοφορίας: Κοιμήσου Περσεφόνη στην αγκαλιά της γης,
στου κόσμου το μπαλκόνι  ποτέ μην ξαναβγείς
.

Ο Ρίτσος εμβαθύνει στην ερωτική ίντριγκα : Ο Άδης ( θείος) δεν έχει απαγάγει αλλά έχει γοητεύσει την Περσεφόνη. Αυτή αναζητά το είδωλο του και το βρίσκει στο πρόσωπο ενός ανώνυμου υπηρέτη. Η Περσεφόνη βυθίζεται στις επιθυμίες της για το είδωλο της και την ενσαρκωμένη μορφή του,  στον άγνωστο. Η ταλάντευση της ανάμεσα σε άνω και κάτω κόσμο , γίνεται μέσα από τη διάθλαση της σαρκικής επιθυμίας αιώρηση  ανάμεσα στην ηδονή και την φαντασία της επιθυμίας της και την αδυναμία να ολοκληρωθεί.

Ο Ρίτσος όμως ,αναπάντεχα ,προσδιορίζει και αυτός ένα τεχνικό περιβάλλον του ερωτικού δράματος . Περιγράφει με ένα σχεδόν προφητικό τρόπο μια τεχνολογική υπερκείμενη δομή με ένα τρόπο που παραπέμπει ποιητικά στα πιο σύγχρονα ζητήματα του κινδύνου της Τεχνικής. Στην ποιητική του σύνθεση ο άγνωστος υπηρέτης ( ερωτικό αντικείμενο της Περσεφόνης) προέρχεται από μια ομάδα που εργάζεται ένα σωρό εργαλεία με άγνωστα ονόματα, — τρομαχτικά στη χρησιμότητά τους, τρομαχτικά στη μυστικότητά τους, ή τη συνωμοτικότητά τους μάλλον, ξύλα και σίδερα πολύπλοκα, λάμες ακονισμένες, λάμψεις —

Ένας τεχνικός κόσμος με άγνωστα ονόματα,  τρομακτικές χρήσεις ,  μυστικότητα και η συνωμοτικότητα  δεν είναι παρά ο κόσμος της σημερινής ανεξέλεγκτης τεχνητής νοημοσύνης.  

Ο ποιητικός οίστρος του Ρίτσου υπερβαίνει το συγκεκριμένο τεχνικό κόσμο . Ενώ στον Γκάτσο αυτός ο ειδικός κόσμος της εποχής ( διυλιστήρια, ναυπηγεία, τσιμέντα κλπ) είναι το εμπόδιο της μυστηριακής «επανόδου» της Περσεφόνης , στον Ρίτσο  πάμε ένα επίπεδο βαθύτερα : η περιάγουσα τεχνική είναι μυστική, συνωμοτική με άγνωστα ονόματα .

Στον Γκάτσο οι τεχνικές  συνθήκες οδηγούν σε μια καθαρή προτροπή άρνησης , ενώ στον Ρίτσο η Περσεφόνη στροβιλίζεται στην σαρκική επιθυμία εντός αυτού του κόσμου.

Σε άλλο σημείο του μονολόγου του ο Ρίτσος εισάγει μια άλλη υπερβατική εικόνα από τα τεχνικά επίδικα της εποχής : τα μηχανικά απόβλητα που πετάμε στον κήπο οξειδώνονται και στρογγυλεύουν και τα ξαναβρίσκουμε  «άχρηστα, τυραγνισμένα, σκουριασμένα» .

 

Η Περσεφόνη του Γκάτσου ευτύχησε να περάσει μέσω των Χατζηδάκη Φαραντούρη στα χείλια όλων. Η Περσεφόνη του Ρίτσου , πιο περίπλοκη πιο σύγχρονη, πιο στοχαστική παραμένει , ένα μικρό διαμάντι, στις σελίδες της Τέταρτης δίαστασης.

 

 

 

 

 

Ν.Γκάτσου : Ο εφιάλτης της Περσεφόνης.

Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.

Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες
ευλαβικά πριν μπουν στο τελεστήριο
τώρα πετάνε τ’ αποτσίγαρα οι τουρίστες
και το καινούριο παν να δουν διυλιστήριο.

Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία
κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα
τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία
άδεια κορμιά σιδερικά παιδιά κι ελάσματα.

Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.

 

 

Γ.Ρίτσου : Περσεφόνη ( Τέταρτη Διάσταση)

Θε μου, πόσο κουτοί και πόσο ανίδεοι, — μήτε που ξέρουν τί όμορφοι που ’ναι
μες στο κρουστό, ιδρωμένο δέρμα τους, δοσμένοι στη δουλειά τους
ανάμεσα σε σφυριά, σε καρφιά, σε πριόνια, — ένα σωρό εργαλεία
με άγνωστα ονόματα, — τρομαχτικά στη χρησιμότητά τους,
τρομαχτικά στη μυστικότητά τους, ή τη συνωμοτικότητά τους μάλλον,
ξύλα και σίδερα πολύπλοκα, λάμες ακονισμένες, λάμψεις — σ 194

 

Μετά τα μεσάνυχτα ακούγονται βήματα, — μπορεί και να ’ναι οι υπηρέτες·
ρίχνουνε τα παλιά σιδερικά στο πίσω μέρος του κήπου. Λίγο λίγο,
τα πνίγουν οι τσουκνίδες, — ένα πιάτο αλουμινένιο, ένα κουτάλι,
ένα σπασμένο αγαλμάτιο, ένα τσίγκινο τραπέζι. Με το έμπα του φθινόπωρου
ξεφανερώνονται πάλι, — ο τροχός, ένα κουπί, το τιμόνι,
εκείνος ο άξονας απ’ το παμπάλαιο αμάξι — πράματα της μνήμης,
δικά μας πράματα, άχρηστα, τυραγνισμένα, σκουριασμένα
κι ωστόσο σχεδόν στρογγυλά, σαν τα πιθάρια στο υπόγειο ή σαν τ’ αστέρια. σ.202
 

 Image courtesy Dana Schutz

 

 

2 σχόλια:

  1. Για να μην πεφτουμε θυματα της τχνοφοβιας,ας θυμηθουμε τους Ντελεζ/Γκουαταρι οπου τεχνικες και επιθυμητικες μηχανες αγκσιτρονονται πανω στο χωρις οργανα σωμα.

    https://www.youtube.com/watch?v=uWyG9TU3ltw

    true infinity

    ΑπάντησηΔιαγραφή