Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2023

Κακεντρέχεια, εμπάθεια και διαπόμπευση σε ένα ποίημα του Γ.Σεφέρη.

 





Είναι εξαιρετικά σπάνιο να βρόύμε ποιήματα ή αναφορές στους "μεγάλους" της Νεοελληνικής ποίησης όπου θα μπορούσαμε να διακρίνουμε στοιχεία προσωπικής εμπάθειας. Βέβαια ο Γ Σεφέρης φάινεται ότι είναι αρκετά ευθύς και δηκτικός στις κρίσεις του. Αρκεί να δει κανείς το ύφος των επιστολών του προς το συζύγο της αδελφής του Κ.Τσάτσο.

Όμως υπάρχει ένα ποίημα του , που απεύθυνε και απέστειλε  κατ' αρχάς ιδιωτικά στον φίλο του Γ. Θεοτοκά ( Φαβρίκιο στο ποίημα)  και δημοσιεύθηκε αργότερα. 

Το ποίημα αυτό αναφέρεται με ακατανόητη εμπάθεια και κακεντρέχεια στον ευεγέρτη της Ζαγοράς Φιλοποίημηνα Πολυμέρη. Το ποίημα φαίνεται να έχει γραφεί μετά από ένα πανηγύρι στη Ζαγορά το καλοκαίρι του 1937 και αποστέλεται αμέσως ταχυσδρομικά στον Γ.Θεοτοκά.

Ο Σεφέρης βλέπει στη Ζαγορά το άγαλμα του Πολυμέρη και μάλλον χωρίς περίσκεψη ή γνώση για τον εικονιζόμενο σκαρώνει το ποίημα. Ο Πολυμέρης είναι ο τυπικός πάμπτωχος μετανάστης που νέος βρίσκεται στην Αμερική και μετά από πολύ σκληρή εργασία , γίνεται εκατομμυριούχος, ευεγερτεί την περιοχή του και επιστρέφει ως συνταξιούχος.

Ο Σεφέρης στο ποίημα του για κάποιο ανεξήγητο λογο προχωρά σε μια απόδόμηση του Πολυμέρη ως εξής:

  • Του αλλάζει το όνομα σε Παχυμέρη.
  • Τον παρουσιάζει ως νόθο γιο του Κωλέττη.
  • Τον θεωρεί συνταξιούχο λαθρέμπορο. 
  • Τον εμφανίζει να χορεύει ένα ταγκό παρότι ογδοντάχρονος
  • Το ταγκό είναι προιόν συναλλαγής με μια κοπέλα παρθενεγωγίου η οποία θα καταθέσει το αντίτιμο στο τοπικό υδραγωγείο.
  • Είναι χρηματοδότης του Αλ Καπόνε.
  • Έχει οικογένεια μόνο με ανίψια που απλά περιμένουν να πεθάνει.
  • 'Εχει δομική φιλοσοφική αντιπαλότητα με τη ψυχή.
  • Μισεί την τέχνη την οποία θέλει να εξαφανίσει με 100,000 ντάλλαρς.
  • Συναγελάζεται μόνο με τον τοπικό κομματάρχη και τον υπερσυντηρικό δάσκαλο
Όλα αυτά προσάπτει ο Σεφέρης , για ένα υπαρκτό πρόσωπο το οποίο δεν ξέρει και απλά συναντά ως άγαλμα , σε μια περιοχή μεγάλους κάλλους . όπου κάνει διακοπές.

Πραγματική μια μοναδική κακεντρέχεια, μια αδιανόητη εξαίρεση σε όλο το βίο του Σεφέρη όπως αυτή τεκμηριώνεται από όλα τα δημοσια τεκμήρια.


Ο κ. Φιλοποίμην Α. Παχυμέρης χορεύει

Νόθος πατέρας του Ι. Κωλέττη ή αντίδικος του Διονυσίου κόμητος Σολωμού,

χορεύει στο φως της ασετυλίνης που αψηλώνει τ’ άστρα του βουνού,

χορεύει ανάμεσα στις Αιγυπτιώτισσες προικοφόρες και στους πρωινούς αγωγιάτες,

ενώ το δεξί παράλυτο χέρι του τρέμει ετοιμοθάνατο πάνω σε εικοσάχρονες πλάτες.

Έξω από τον κύκλο του φωτός η νύχτα γεμάτη καστανιές και τριζόνια

σκύβει και χύνεται στο πέλαγο που περιμένει να εξαντληθούν τα χρόνια·

να τελειώσουν οι συζητήσεις μας για τη βασιλεία και τη δημοκρατία,

η κομματιασμένη μας ζωή σε καρέκλες και σε τραπεζάκια, με τόσην απιστία.

Όμως ο κ. Παχυμέρης, Φιλοποίμην του Αμβροσίου,

χορεύει ένα μελίπηκτο ταγκό, ογδοντάρης συνταξιούχος του λαθρεμπορίου.

Έμπορος φτερών στρουθοκαμήλου, χρηματοδότης του Αλ Καπόνε, τ’ ανίψια του (τριάντα) περιμένουν να πεθάνει.

Όμως την ύστατη στιγμή, την ώριμη χολή, ποιός δε γυρεύει να τη γλυκάνει,

κι ας παίζει αυτός ο μαύρος άνθρωπος, άλλοτε τρόφιμος κάποιου φρενοκομείου της Κερκύρας,

ένα βιολί ναυαγισμένο στα χέρια του που υποδύεται την αδικία της μοίρας,

χορεύει ο κ. Παχυμέρης· η κόρη που αγκαλιάζει είναι όμορφη· μόλις βγήκε από το ΓΑΛΛΙΚΟ παρθεναγωγείο·

της έταξε, αν χορέψει μαζί του και στα σκοτεινά, να δώσει λεφτά για το κοινοτικό υδραγωγείο.

Ο κ. Παχυμέρης, Φαβρίκιε, είναι άνθρωπος της πραγματικότητας και ξέρει να την αντιμετωπίσει.

Λέει πως η ψυχή είναι «ασθένεια που κάποτε ο πολιτισμός θα την εξοβελίσει».

Λατρεύει την «επιστήμη» και το κονφόρ· μισεί την τέχνη· θα ’δινε 100.000 ντάλλαρς για να μην υπάρχει.

Σε τούτο βρίσκει σύμφωνο και τον τοπικό κομματάρχη

που κάθε βράδυ συζητά με τον καθαρευουσιάνο δάσκαλο περί του αρχαίου ελληνικού κλέους

και περί των δοξασιών της Δύσεως που διαφθείρουν τους νέους…

Μέσα στο σκοτάδι οι καστανιές, το πέλαγο, οι Σποράδες και τα τριζόνια

προσμένουν, έξω απ’ την πραγματικότητα να περάσουν τα χρόνια. Θεοί, πόσα χρόνια;

Ζαγορά, 6. 8. 1935

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου