Με
την ευαισθησία της Ιωάννας Μακρή στη «Φαίδρα» της αυτόχειρος Μαρίνας
Τσβετάγιεβα -που είδα στο Θέατρο «Σημείο»- να κοντράρει την αναισθησία της
Ράνιας Αντωνοπούλου στο Σημείο Μηδέν της Νέας Υόρκης, σκέφτηκα πως πριν
διαγνώσω κατάθλιψη στον εαυτό μου, θα έπρεπε να βεβαιωθώ πως δεν
περιστοιχίζομαι από παχύδερμα. Σκέφτηκα, επίσης, πως για να μην καταρρεύσω
χρειάζομαι μια κοινότητα ανθρώπων που με αγαπούν. Αλλά ποια γραμμή φυγής να
ακολουθήσω και ποια να διακόψω για να συνεχίσω τη φυγή.
Πριν
διαγνώσει κατάθλιψη ο Γ.Βέλτσος διέγνωσε μια κόντρα : αυτή μεταξύ της ευαισθησίας
της Ιωάννας Μακρή στη «Φαίδρα» της αυτόχειρος Μαρίνας Τσβετάγιεβα -με την
αναισθησία της Ράνιας Αντωνοπούλου. Πάνω σε αυτή την αντίθεση ξεδιπλώνει την
ανάλυση του (πηγή)
. Η αντίστιξη είναι ενδιαφέρουσα γιατί τελικά χαρακτηρίζει την ποιότητα της ανάλυσης.
Από
την μια πλευρά η ευαισθησία της ηθοποιού κατά την παράσταση, δηλαδή ένα βίωμα χρονικά και τοπικά προσδιορισμένο. Δεν μιλάμε
για την ευαισθησία της κυρίας Μακρή ,ως προσωπικότητας αλλά για την ευαισθησία της
ως βίωμα μιας τελετής αναπαράστασης. Μάλιστα θα μπορούσαμε να δούμε αυτήν την
ευαισθησία καθαρά ως ατομική πρόσληψη του ΓΒ. Από την άλλη πλευρά είναι η
αναισθησία της ΡΑ η οποία τεκμέρεται από τη συμπεριφορά της σύμφωνα με τα κριτήρια
του ΓΒ. Μάλιστα ο ΓΒ συνειρμικά παραπέμπει την ΡΑ με παχύδερμα . Η αντίθεση δεν
θα υπήρχε αν η ΡΑ εξέπεμπε ευαισθησία όση προσλαμβάνουμε κατά την παράσταση της
«Φαίδρας». Έτσι για τον ΓΒ η αξιολόγηση της ΡΑ είναι αισθητική. Η πολιτική ή
ηθική απαξία τελικά δεν υπολογίζεται αυτόνομα παρά μόνο όταν αυτή αξιολογείται
ως αισθητικό βίωμα.
Παρότι
την λεπτεπίλεπτη διατύπωση του ΓΒ και την εξέλιξη του συλλογισμού , αυτού του
τύπου η ανάλυση είναι αντιπροσωπευτική μιας ιδεολογικής κατεύθυνσης γνωστής από
το παρελθόν :αισθητική αξιολόγηση των πάντων ανεξάρτητα από το «περιεχόμενο» , διαρκής
επίκληση του βιώματος, του «θυμικού». Αν παραλλάξουμε λίγο τους όρους της αντίστιξης
θα αντιμετωπίζαμε ενδιαφέρουσες προκλήσεις : μήπως η αναισθησία της ΡΑ δεν κοντράρει
αλλά συνάδει την επαγγελματική άνεση του Μ.Σεφερλή στην τελευταία παράσταση του
Δελφινάριο; ή μήπως κοντράρει με την ευαισθησία που αποπνέει
η βωβή πρωταγωνίστρια στο «Σχήμα του Νερού».
Η
σειρά μπορεί να είναι ατελείωτη, γιατί τελικά αυτό που συγκροτείται δεν είναι
καν η αισθητική αξιολόγηση. Αυτό που αναδύεται είναι ένα υποκείμενο εκτός και
υπεράνω του λόγου , ένα αυθεντικό υποκείμενο μιας ενόρασης. Ο ΓΒ βυθίζεται και
στηρίζεται σε ένα κόσμο αναφορών της κριτικής
θεωρίας αλλά τελικά συγκροτεί τον λόγο ενός υποκειμένου μιας οιονεί
θρησκευτικής ενορατικής τελετής .Υπερβαίνει όλα τα επίπεδα κριτικής και
συμφύρει όλα τα επίπεδα κριτικής , λογικής αισθητικής πραγματολογικής και από
τα «αριστερά» οδηγείται στην καταστατική θέση αυτού που Badiou ορίζει ως «σκοταδισμό»
σε αντιδιαστολή προς την «αντίδραση» .
Ο
μορφολογικά δαιδαλώδης , σχεδόν ποιητικός δημόσιος λόγος δεν είναι ούτε
αισθητικά προκλητικός ούτε νοηματικά «προοδευτικός» . Δεν είναι «αντιδραστικός»
γιατί δεν προσδιορίζει μια άρνηση «προόδου» αλλά πολλαπλασιάζει μια συνθήκη
δημοσιότητας του «θυμωμένου» μικροαστού που ξιφουλκεί κατά πάντων με βάση όλα
τα ταξινομικά κριτήρια αδιακρίτως. Είναι το ιδεολογικά ισοδύναμο του
Λιακόπουλου που καλεί σε εγρήγορση έναντι των πάντων με βάση τεκμήρια από την
Παλαιά Διαθήκη την Ρωσική Τεχνολογία και τον Παίσιο. Είναι ακριβώς το ίδιο
ενορατικό , υπερβατικό υποκείμενο μια διάχυσης που δεν ελέγχεται ορθολογικά ,
γιατί ακριβώς αυτοτοποθετείται εκείθεν ή υπεράνω του λόγου.
Ο
λόγος του ΓΒ δεν είναι καν μεταμοντέρνος. Ο μεταμοντερνισμός διαχέει ή διαλύει ή
αμφισβητεί τον λογικό έλεγχο μιας «αλήθειας» αλλά ταυτόχρονα ορίζει τους ταξινομικούς
μηχανισμούς και τις συντεταγμένες αυτοελέγχου του. Η καθιέρωση των «πολλαπλών
αφηγήσεων» έναντι της «αλήθειας» δεν προσφέρεται ως αποκάλυψη ή δόγμα αλλά
οργανώνεται μέσω ενός «λόγου». Έτσι ο έλεγχος του μεταμοντέρνου γίνεται «εσωτερικά»
ως εξέλιξη του (ενδεικτική η επανατοποθέτηση της αληθείας στον Badiou)
. Στην περίπτωση όμως του ΓΒ έχουμε μια οπισθοχώρηση του λόγου προς ενορατικές
διαισθητικές κατευθύνσεις μέσω ενός συμφυρμού εννοιών που τελικά παραπέμπουν
στην μαγεία ή στην καλύτερη των περιπτώσεων σε ένα κακοφορμισμένο Schelling.
Εφημερίδα
Συντακτών 5/3/2018
Με την ευαισθησία της Ιωάννας Μακρή στη «Φαίδρα» της αυτόχειρος Μαρίνας Τσβετάγιεβα -που είδα στο Θέατρο «Σημείο»- να κοντράρει την αναισθησία της Ράνιας Αντωνοπούλου στο Σημείο Μηδέν της Νέας Υόρκης, σκέφτηκα πως πριν διαγνώσω κατάθλιψη στον εαυτό μου, θα έπρεπε να βεβαιωθώ πως δεν περιστοιχίζομαι από παχύδερμα. Σκέφτηκα, επίσης, πως για να μην καταρρεύσω χρειάζομαι μια κοινότητα ανθρώπων που με αγαπούν. Αλλά ποια γραμμή φυγής να ακολουθήσω και ποια να διακόψω για να συνεχίσω τη φυγή;
«Τι είναι αυτό που ανά πάσα στιγμή φεύγει μέσα στην κοινωνία;» θα αναρωτηθούν ο Ντελέζ και ο Γκουαταρί. Και πώς καταρρέει -ο Τσέχωφ για παράδειγμα- επειδή «έφυγε»; «Απλώς γλίστρησε και ένας καινούργιος άνθρωπος εμφανίστηκε μπροστά μας, θλιβερός και σκυθρωπός, ένας εγκληματίας» (ο Τσέστωβ για τον Τσέχωφ).
Ποιοι με συντροφεύουν ενώ είναι απόντες από τη ζωή μου; Γιατί έχω ανάγκη από όμοιους υποκριτές αναγνώστες; Γιατί θα πρέπει να ψυχαναλύομαι από τη Σία Κοσιώνη στο καταστροφικό μας ραντεβού κάθε βράδυ στις οκτώ; Γιατί να μη σχιζοαναλύομαι από τους «απατεώνες και εξωραϊστές της ανθρωπότητας» στους οποίους ο Νίτσε συμπεριλαμβάνει με περηφάνια τον εαυτό του;
Αντιστάθηκα στην κοινοτοπία μιας κοινής γνώμης που θεωρεί «απατεώνες» όλους εμάς;
Και πώς να μην αναλογιστώ ότι η κοινή γνώμη δεν είναι μόνο αυτό που διαβάζει από τις εφημερίδες αλλά και εκείνο που μπορεί να διαβάσει κανείς μέσα σ’ αυτές. Εδωσα νόημα λοιπόν στη ζωή μου που «ξαναρχίζει κάθε πρωί δίχως να τελειώνει αυτό που τελειώνει»;
Ο Ντελέζ, στο βιβλίο του Logique du sens -που περιμένω πώς και πώς την έκδοσή του από τον Λουκά Ρινόπουλο- σημειώνει ότι ως «ποσότητα» το νόημα δεν είναι ούτε ειδικό ούτε γενικό ούτε ατομικό. Και ως «ποιότητα», είναι παντελώς ανεξάρτητο τόσο από την κατάφαση όσο και από την άρνηση. Επιπλέον, δεν είναι ούτε επιβεβαιωτικό ούτε αποδεικτικό ούτε καν κριτικό. Τέλος, δεν συγχέεται ούτε με ενοράσεις ούτε με επιχειρήματα ούτε με θέσεις, διότι το νόημα, απλούστατα, είναι «η σχέση με το μη-νόημα».
Και «η λογική του νοήματος» θέτει μεταξύ νοήματος και μη-νοήματος έναν αυθεντικό τύπο εσωτερικής σχέσης, που τον συναντά κανείς κυρίως στο Θέατρο. Το νόημα, δηλαδή, δεν είναι ούτε «αρχή» ούτε «καταγωγή». Είναι παράγωγο μιας σκηνής. Δεν το ανακαλύπτεις. Το κατασκευάζεις με τις «πολεμικές μηχανές», όπως το Θέατρο, στα «χίλια πλατώματα» που ανοίγει η σχιζοφρένεια, όταν διαβρώνει τον καπιταλισμό.
«Τα λόγια του Τζόυς, που δίκαια τους απέδωσαν “πολλαπλές ρίζες”, διασκορπίζουν τη γραμμική ενότητα της λέξης απλώς και μόνο για να θέσουν μια κυκλική ενότητα της φράσης», γράφουν ο Ντελέζ και ο Γκουαταρί στην Εισαγωγή του βιβλίου Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια - Χίλια πλατώματα που κυκλοφόρησε επιτέλους στα Ελληνικά από το Πλέθρον. Αυτά τα λόγια ψάχνω να βρω και αυτά επιφυλάσσω στη σκηνή της δημοσιότητας. Διότι αυτοί που μιλούν αυτά τα λόγια υπήρξαν οι δάσκαλοί μου στο theatrum philosοphicum στο οποίο παίζουμε όλοι.
ΥΓ.: Ο Ντελέζ, το όνομα του οποίου θα φέρει ο 20ός αιώνας, όπως είπε γι’ αυτόν ο Μισέλ Φουκό, αυτοκτόνησε πριν από 23 χρόνια στο Παρίσι, άρρωστος από άσθμα. Κυρίως από ανία.