Στην σειρά διηγημάτων με τον τίτλο Γκιακ έχουμε περιγραφές καταστάσεων από τον Μικρασιατικό πόλεμο, την Ελληνική επαρχία του 50 την μετανάστευση κλπ. Ο λόγος του συγγραφέα Δ.Παπαμάρκου είναι απολαυστικός ρέων με μια ενδιαφέρουσα τροπή : είναι ο αυθεντικός προφορικός λιτός λόγος της Ελληνικής επαρχίας με μια εκφραστική οικονομία λιτότητα σχεδόν αφοπλιστική
Το κοινό στοιχείο
στις ιστορίες είναι η σκληρότητα της ζωής
: αυτή η αυθεντική τραχύτητα που διαστέλλεται στα άκρα καθώς αναδύεται ως
αποκρυστάλλωση συνθηκών ενός βίου δύσκολου δύσθυμου οριακού.
Η επιτυχία του
Γκιακ ήταν μεγάλη και απρόσμενη.
Αυτές οι λιτές
περιγραφές μέσω αυτής της ρέουσας αυθεντικής γλώσσας προσφέρουν την σκληρότητα
ως ανάδυση ως εκκάλυψη σε ένα κόσμο που ήδη έχει εγκυμονήσει το ακραίο , το σχεδόν
βάναυσο. Δεν γνωρίζω ποιά αλλά κείμενα του Γκιακ έγιναν ήδη θεατρική παράσταση
με αντίστοιχη επιτυχία. Μπορώ εύκολα να καταλάβω το γιατί: λόγος λιτός και
μεστός σαν γάργαρο νερό , εικόνες και συμπυκνώσεις τραχύτητας.
Από μια άλλη πλευρά της τέχνης , έχουμε μια αντίστοιχη
σχεδόν «φυσική» εκβολή του ακραίου και της σκληρότητας . Αναφέρομαι στις ταινίες
του Γ.Οικονομίδη και κυρίως τις πρώτες. Στο «Σπιρτόκουτο» και την «Ψυχή στο
Στόμα» παρακολουθούμε διαδοχικές επιθέσεις, προσβολές, που προκύπτουν περίπου
ως αναγκαιότητα ενός ασφυκτικού περίγυρου ενός εγκλειστικού κόσμου που
στραγγαλίζει τους πάντες οικονομικά, συναισθηματικά , υπαρξιακά.
Ενώ στο Γκιακ η
τραχύτητα και το ακραίο αναβλύζει από ένα χώρο ευρύχωρο και απλωμένο ,στον
Οικονομίδη η τραχύτητα και το βάναυσο συναρμόζουν με τον εγκλεισμό της μικρής γεωγραφικής
τοπικής κλίμακας.
Η επιτυχία του
Γκιακ και ολόκληρος ο κινηματογράφος της ακρότητας του Οικονομίδη ,
σηματοδοτούν μια συνθήκη αυθεντικής σχεδόν οργανικής βίας την οποία έχει ανάγκη να διαχειριστεί η
Ελληνική κοινωνία καθώς συνεχώς παράγει , με την «βιομηχανική» έννοια, βία και
ακρότητα. Τόσο η γλώσσα του Γκιακ όσο και η λιτότητα του Οικονομίδη δημιουργούν
μια απόσταση όπου η σκληρότητα αισθητικοποιείται «τόσο όσο» για να γίνει «παραγωγική»
λυτρωτική. Αλλιώς χωρίς αυτή την «τόσο όσο» απόσταση η βία είναι αποπνικτική.
Αναφέρομαι στις σχεδόν ταυτόχρονες δίκες «Ρουπακιά –ΧΑ» και «Marfin».
Και στις δύο
υποθέσεις η σκληρότητα είναι ανυπόφορη.
Ωστόσο είναι μια
σκληρότητα βγαλμένη από τα έγκατα του ηφαιστείου. Είναι μια ύλη γνωστή υπερθερμαινόμενη,
μια λάβα γνωστών συστατικών ακριβώς κάτω από το υπέδαφος μας. Δεν είναι η εκκεντρική
βία «freak» ούτε η ατομική ιδιαιτερότητα της ιδιότροπης
ψυχοδομής. Με κάποιο τρόπο παραλυτική φρίκη των υποθέσεων Φύσσα και Μαρφιν
είναι γνωστή , είναι αναμενόμενη από καιρό
Η τέχνη των Παπαμάρκου
Οικονομίδη ακριβώς συνίσταται στο να αναδείξουν αυτή την φυσικότητα της εκβολής
της λάβας του βάναυσου. Χωρίς αυτή την διαμεσολάβηση της τέχνης αυτή η οργανική
βία της Ελλάδας του 2016 , γίνεται ψυχαναγκαστική άρνηση και απώθηση που
μεταφράζεται άλλοτε ως σιωπή ,άλλοτε ως ακραίο
μελόδραμα κοινοτοπιών.