Ο Αίας είναι
η μοναδική ακέραια σωζόμενη τραγωδία του Σοφοκλή, που δραματοποιεί την
αυτοκτονία του Αίαντα, περιώνυμου ομηρικού πολεμιστή και αττικού ήρωα λατρείας. Ευρέως θεωρούμενο ένα από τα αρχαιότερα ακέραια
σωζόμενα δράματα του Σοφοκλή, ή ακόμη και το αρχαιότερο, το έργο έχει
προβληματίσει και διχάσει την κριτική ως προς την ενότητα και τη συνοχή του,
ενώ και ο ίδιος ο Αίαντας παραμένει ένας χαρακτήρας αμφιλεγόμενος.
Η ποιητική σύνθεση «Αίας» του
Γ.Ρίτσου γράφτηκε στην εξορία ( Λέρος, Σάμος 1967-69) και αποτελεί μέρος της συλλογής
«Τέταρτη Διάσταση».
Ο Ρίτσος δεν αναπαριστά τον Αίαντα όπως τον ξέρουμε από
τον Όμηρο και τον Σοφοκλή, όπως και σε
όλα τα ποιήματα της «Τέταρτης Διάστασης» , αλλά διαστέλλει τον τελικό μονόλογο
του ως ένα μοναδικό συμπυκνωμένο κείμενο της τραγωδίας.
Στον Αίαντα, ο
Σοφοκλής πραγματεύεται ένα μύθο στον οποίο ο Αισχύλος είχε αφιερώσει ήδη μια
τριλογία. Τα βασικά σημεία του είναι τα εξής: μετά τον θάνατο του Αχιλλέα, ο
Οδυσσέας και ο Αίας, που θεωρείται ο γενναιότερος των Ελλήνων μετά τον Αχιλλέα,
διεκδικούν τα όπλα του. Στην "κρίση για τα όπλα" (ὅπλων κρίσιν),που
ανήκει στα πρὸ τοῦ δράματος, αποφασίζεται να δοθούν στον Οδυσσέα. Ο Αίας θεωρεί την κρίση άδικη και
αποφασίζει να πάρει εκδίκηση σκοτώνοντας εκείνους που τον αδίκησαν, ανάμεσά
τους τους "πρωταίτιους" Ατρείδες, τον Αγαμέμνονα και τον Μενέλαο. Το
σχέδιό του το ματαιώνει η Αθηνά που του ταράζει τα λογικά. Μέσα στη μανία του,
βγαίνει μια νύχτα και κατασφάζει τα ζώα του στρατοπέδου, νομίζοντας ότι σφάζει
τους εχθρούς του. Όταν συνέρχεται και συνειδητοποιεί τι έπραξε, παίρνει την
απόφαση να αυτοκτονήσει.
Ο Ρίτσος πιάνει το
νήμα από την στιγμή που ο Αίαντας αρχίζει να συνέρχεται και να αντιλαμβάνεται
τί έχει κάνει, με τις «τυφλές ανδραγαθίες» του… «και με τις άλλες, τις
πραγματικές εκείνες που κάποτε έπραξε για την Ελλάδα και τους Έλληνες».
Το κείμενο του
Ρίτσου έχει μια μοναδική ιδιότητα σε σχέση με όλα τα κείμενα της «Τέταρτης
Διάστασης» : εικονοποιεί και αναδεικνύει τον ήχο ως την κινητήρια δύναμη του
δράματος. Ο Αίαντας υποφέρει και κάμπτεται από συγκεκριμένους ακουστικούς «όγκους» που τοποθετούνται από τον
Ρίτσο ,τόσο στα κείμενα σκηνικής τοποθέτησης ( αρχικό- τελικό) όσο και στον
πυρήνα του ποιητικού κειμένου. Η ευκρίνεια και η σύσταση των ήχων είναι τέτοια ώστε ο Αίαντας μπορεί να γίνει μια σύνθεση
σύγχρονης μουσικής.
Ας δούμε το εισαγωγικό
κείμενο σκηνικής τοποθέτησης:
Ένας μεγαλόσωμος, πολυδύναμος άντρας κείτεται χάμου στο
πάτωμα, ανάμεσα σε σπασμένα πιατικά, κατσαρόλες, σφαγμένα ζώα, γάτες, σκυλιά,
κότες, αρνιά, κατσίκια, ένα άσπρο κριάρι δεμένο όρθιο στον πάσσαλο, ένα
γαϊδούρι, δυο άλογα. Φοράει μιαν άσπρη νυχτικιά σκισμένη, καταματωμένη —κάτι
σαν αρχαίος χιτώνας— που αφήνει ακάλυπτο σχεδόν το ρωμαλέο του σώμα. Δείχνει
κουρασμένος, σαν μόλις να συνέρχεται από ολονύχτιο μεθύσι. Στο πρόσωπό του μια
έκφραση ανημπόριας και θλίψης, ολότελα αταίριαστη, και μάλιστα ανάρμοστη, με
τις σωματικές του διαστάσεις, τους προτεταμένους μυώνες στους βραχίονες, στους
μηρούς, στις κνήμες. Μια γυναίκα, με ξαφνικά χαρακτηριστικά, χλωμή,
ξαγρυπνισμένη, τρομαγμένη, κι ίσως μυστικά οργισμένη, στέκεται αμίλητη μπροστά
στην πόρτα. Η στάση της κάπως παράξενη — σα να κρύβει πίσω της ένα μικρό παιδί.
Έχει ξημερώσει απ’ ώρα. Έξω θα πρέπει να ’χει δυνατό φως. Εδώ, μια άρρωστη
ανταύγεια σέρνεται στους τοίχους απ’ τις κλεισμένες γρίλιες. Ακούγονται στο δρόμο φωνές απ’ τους οπωροπώλες, τους τροχιστάδες, τους
ιχθυοπώλες, και λίγο πιο κάτω στ’ ακρογιάλι φωνές ναυτών που πλένουν και
συγυρίζουν τ’ αραγμένα καράβια. Ο άντρας ασάλευτος
καταγής. Δεν ξέρεις πού κοιτάει, τί βλέπει. Μιλάει αργά, κουρασμένα και πότε
πότε πυρετικά ή και κάπως φοβισμένα).
Κατά την περιγραφή της ψευδαίσθησης που τον οδήγησε στην
σφαγή των ζώων ο Αίας αναφέρει:
Και ξάφνου,
άκουσα από χιλιάδες μυστικές γωνιές να μου φωνάζουν φρικτό τ’ όνομά μου,
πάλι και πάλι τ’ όνομά μου, βουίζοντας μέσα στα λούκια, μέσα στ’ άδεια πιθάρια,
μες στις λεκάνες των αποχωρητηρίων, μες στους καπνοδόχους· τ’
όνομά μου
άλλοι μακριά με γυναικείες φωνές κι άλλοι κοντά μου με φωνή βροντώδη
μιμούμενοι την ίδια τη φωνή μου «ο Αίας, ο Αίας, ο Αίας»,
με μιαν ανόητη κομπορρημοσύνη «ο Αίας, ο Αίας», τόσο
που μίσησα για πάντα τ’ όνομά μου, — ω, πια, να μην τ’ ακούω,
κανένας να μην το προφέρει πια· να μείνω ανώνυμος,
λησμονημένος,
δεμένος κάτω απ’ την κοιλιά του αλόγου μου. Δεν άντεξα τότε,
σήκωσα το σπαθί μου, χτύπησα, τους μάντρωσα όλους,
τους έσυρα εδώ μέσα —κοίταξέ τους— κι ήτανε τα ζώα ετούτα.
Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα.
Στον πυρήνα του μονολόγου όταν ο Αίας περιγράφει το υπαρξιακό τρόμο του , αναφέρει:
Αχ, και να στήνεις όλην ώρα τ’ αυτί μη και περάσει
κάποιος
μη και κλωτσήσει κατά λάθος την ασπίδα, κι ο ήχος του μετάλλου, πλάι στ’ αυτί σου,
γκλαν γκλαν, κλαγγή μεγάλη· το αίμα σου μεμιάς θ’ αδειάσει· μες στις φλέβες
θα τρέχει μόνο η τρομερή κλαγγή, σημαίνοντας ατέλειωτα
βαθιά σου
γκλαν, γκλαν, κάνοντας έτσι απ’ όλους ακουστή τη συστροφή σου, κάνοντας περίβλεπτο
το σχήμα της ταπείνωσής σου· — αυτόν τον ήχο τον ακούω, με
κυριεύει
σαν προδοσία του ίδιου του εαυτού μου από τον ίδιο τον εαυτό
μου,
τον ίδιο αυτόν που ’χα γυμνάσει και στεριώσει
με την απάτη και την περηφάνια του αήττητου θάρρους — ποιό
θάρρος,
όταν μας κυβερνάει πιο μέσα η ξένη μας ζωή κι ο ξένος θάνατός
μας;
Όχι, καμιά ταπείνωση δεν είναι. Αν νικήθηκα, νικήθηκα
όχι απ’ ανθρώπους, μόνο απ’ τους θεούς. Καμιά νίκη ούτε ήττα
δεν είναι δική μας.
Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα.
Τέλος στο καταληκτικό κείμενο σκηνικής τοποθέτησησς ο Ρίτσος γράφει:
Φεύγει. Η
γυναίκα μένει ασάλευτη πλάι στην πόρτα. Ακούγεται βουερό καμπάνισμα, σαν κάποιο
σφυρί να χτύπησε έναν μετάλλινο δίσκο κρεμάμενον σε μια άλλη κάμαρα. Ίσως ένα
αόρατο πόδι να χτύπησε την πεσμένη ασπίδα με τις εφτά αδιαπέραστες δίπλες. Ο
ήχος συνεχίζεται. Μπαίνουν οι υπηρέτες. Μαζεύουν τα
σφαγμένα ζώα. Και τ’ άσπρο κριάρι με τα λυπημένα μάτια. Έρχεται αμίλητη μια
ψηλή, χοντροκόκαλη δούλα με μια μεγάλη σκούπα. Σαρώνει τα σπασμένα πιατικά, τ’
αποτσίγαρα, τα πατημένα μπρίκια. Το μαύρο της λυτό μαντίλι τής κρύβει το
πρόσωπο. Φεύγει. Το δωμάτιο άδειασε. Φάνηκε μονομιάς πολύ μεγάλο. Ο ήχος του μετάλλινου δίσκου σώπασε.
Τώρα ακούγονται πολύ καθαρά έξω οι φωνές του δρόμου, η κίνηση του λιμανιού —
γερανοί, τροχαλίες, αλυσίδες. Κι άξαφνα μπαίνει τρέχοντας ένας ναύτης.
«Ο αφέντης», λέει· "πάει ο αφέντης· — το σπαθί μπηγμένο στα πλευρά
του". Η γυναίκα ασάλευτη στην πόρτα· κι η ψηλή δούλα, στο βάθος του
διαδρόμου, ορθή, πετρωμένη, με τα δυο της χέρια ακουμπισμένα στο ξύλο της
μεγάλης σκούπας)
‘Έχουμε λοιπόν σχεδόν
μια παρτιτούρα ενός σύγχρονου έργου Μουσικής με ήχους από τους ανθρώπους του λιμανιού
, τους παραλλαγμένους ήχους μιας φρικώδους απομίμησης της φωνής , τον
βιομηχανικό ήχο μιας μεταλλικής συνήχησης που διεισδύει στο «είναι» του ήρωα ,
ένα γκλαν γκλαν, που τελικά , ίσως από
ατύχημα ,τον εξολοθρεύει και τέλος τους ήχους των μηχανών του λιμανιού. Μια
σουίτα σύγχρονου industrial γραμμένη με διαύγεια, συνεπή
ροή ( από τις φυσικές φωνές του λιμανιού, τις παραλλαγμένες φωνές μιας
δηλητηριώδους ειρωνείας, την μεταλλική κλαγγή του τρόμου και τον μηχανικό απόηχο του λιμανιού) .
Δεν είναι τυχαίο
που ο Ρίτσος θεωρείται κάπως «αδικημένος», η ποίηση του έχει τόσες αναξερεύνητες διαστάσεις.